ἀναμφίλεκτος

From LSJ
Revision as of 15:19, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφίλεκτος Medium diacritics: ἀναμφίλεκτος Low diacritics: αναμφίλεκτος Capitals: ΑΝΑΜΦΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anamphílektos Transliteration B: anamphilektos Transliteration C: anamfilektos Beta Code: a)namfi/lektos

English (LSJ)

ον, = ἀναμφίλογος (undisputed, undoubted, indubitable, uncontested), τιμή DH. 9.44 ; πίστις Longin. 7.4. Adv. ἀναμφιλέκτως = incontestably PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. M. 7.5, Luc. Rh. Pr. 15.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. ἀναμφιλέκτως = indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίλεκτος, -ον) ἀμφίλεκτος
αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.

Greek Monotonic

ἀναμφίλεκτος: -ον, = το επόμ., σε Λουκ.