συγκατάκειμαι

From LSJ
Revision as of 21:20, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάκειμαι Medium diacritics: συγκατάκειμαι Low diacritics: συγκατάκειμαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: synkatákeimai Transliteration B: synkatakeimai Transliteration C: sygkatakeimai Beta Code: sugkata/keimai

English (LSJ)

Pass., A lie with, of sexual intercourse, ἀνδράσι Ar.Ec.614 (anap.): abs., Pl.Smp.191e, Phdr.255e. 2 recline with at meals, δεσπότῃ, of a dog, Gal.18(1).291: abs., οἱ συγκατακείμενοι the guests, Plu. 2.660a.

German (Pape)

[Seite 965] (s. κεῖμαι), zugleich mit Einem od. zusammenliegen, Ar. Eccl. 614; ὅταν συγκατακέωνται, Plat. Phaedr. 256 a, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

être couché avec qqn sur un lit de table : οἱ συγκατακείμενοι PLUT les convives.
Étymologie: σύν, κατάκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατάκειμαι, samen (met...) (gaan) liggen, naar bed gaan (met...), seks.; met dat. met iem.. Aristoph. Eccl. 614.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάκειμαι: (воз)лежать вместе или рядом Arph., Plat.: οἱ συγκατακείμενοι Plut. возлежащие рядом за столом, соседи-сотрапезники.

Greek Monolingual

ΜΑ
κοιμάμαι μαζί με κάποιον και έρχομαι σε σαρκική μίξη
αρχ.
1. παρακάθημαι σε δείπνο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) οἱ συγκατακείμενοι
οι συνδαιτυμόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, παρακάθημαι σε συμπόσιο»].

Greek Monotonic

συγκατάκειμαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάκειμαι: παθητ., συγκοιμῶμαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἀνδράσι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 614· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 191Ε. Φαῖδρ. 255Ε. 2) ἀνάκειμαι ὁμοῦ ἐν δείπνῳ, οἱ συγκατακείμενοι, οἱ συνδαιτυμόνες, Πλούτ. 2. 660Α.

Middle Liddell


Pass. to lie with or together, Plat.