λιπαρία

From LSJ
Revision as of 11:06, 19 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπᾰρία Medium diacritics: λιπαρία Low diacritics: λιπαρία Capitals: ΛΙΠΑΡΙΑ
Transliteration A: liparía Transliteration B: liparia Transliteration C: liparia Beta Code: lipari/a

English (LSJ)

Ion. λιπαρίη, ἡ,
1 persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
2 (λιπαρός) fatness, Dsc.1.40.

German (Pape)

[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) : persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.
2ας (ἡ) : [ῐπᾰ] graisse, DIOSC. 1, 49.
Étymologie: λιπαρός.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

(I)
λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) λιπαρώ
1. εμμονή, επιμονή
2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά.
(II)
λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) λιπαρός
πάχος, παχύτητα.

Greek Monotonic

λῑπᾰρία: Ιων. λιπαρίη, ἡ, επιμονή, εμμονή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λῑπᾰρία, ἡ,
importunity, persistence, Hdt.