ἀγχίνοια
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ἡ, (νοέω) ready wit, sagacity, shrewdness, Pl.Chrm.160a, Arist.EN1142b6, AP0.89b10, Zeno Stoic. 1.56, Onos.Praef.9, D.S.1.65, etc.; ἀ. αὐλική Plb.15.34.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sagacidad, astucia, inteligencia, agudeza ψυχῆς D.S.1.8 (= Democr.B 5.1), ἡ δ' ἀ. οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία; Pl.Chrm.160a, cf. Epin.976c, Def.412e, ἔστι δ' εὐστοχία τις ἡ ἀ. Arist.EN 1142b6, cf. APo.89b10, Zeno Stoic.1.56, Apollod.Hist.53, Onas.praef.9, D.S.1.65, PVindob.Tandem 2.5 (III d.C.), Sch.Er.Il.18.250b, Eust.1141.61, αὐλικὴ ἀ. astucia, intriga cortesana Plb.15.34.4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vivacité d'esprit.
Étymologie: ἀγχίνοος.
Greek Monotonic
ἀγχίνοια: ἡ, πνευματική ετοιμότητα, οξύτητα, εγρήγορση πνεύματος, οξύνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίνοια: ἡ остроумие, тж. сообразительность, находчивость, проницательность (τῆς ψυχῆς Plat.; εὐμάθεια καἱ ἀ. Arst.; τοῦ ἀνδρός Plut.; σύνεσις καὶ ἀ. Luc.).
Middle Liddell
[From ἀνχίνοος]
readiness of mind, ready wit, sagacity, Plat., etc. From
German (Pape)
ἡ, nach Plat. Charm. 160a ὀξύτης τῆς ψυχῆς; Def. 412e εὐφυΐα ψυχῆς, καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικὸς ἑκάστῳ τοῦ δέοντος; vgl. Epinom. 976b. Dah. Arist. Nic. 6.9 εὐστοχία τις, Scharfsinn, Gewandtheit des Geistes, schnell und leicht etwas aufzufassen und zu beurteilen; Geistesgegenwart, Plut. Sol. 5; καὶ σύνεσις Luc. Alex. 4.