ὑποφώσκω

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφώσκω Medium diacritics: ὑποφώσκω Low diacritics: υποφώσκω Capitals: ΥΠΟΦΩΣΚΩ
Transliteration A: hypophṓskō Transliteration B: hypophōskō Transliteration C: ypofosko Beta Code: u(pofw/skw

English (LSJ)

= ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).

Russian (Dvoretsky)

ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).

Greek Monolingual

ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.

German (Pape)

ὑποφαύσκω, ein wenig od. allmälig licht od. hell werden, anfangen zu leuchten; DS. 13.18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. Probl. 25.5.