ὑψίπυργος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ον, high-towered, Simon.112, A.Eu.688, S. Tr.354, E.Tr.376, etc.: metaph., ὑ. ἐλπίδες towering hopes, A.Supp. 97 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux hautes tours.
Étymologie: ὕψι, πύργος.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπυργος:
1) высокобашенный (πόλις Aesch.; Οἰχαλία Soph.);
2) высящийся словно башня, т. е. горделивый (ἐλπίδες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπυργος: -ον, ὁ ὑψηλοὺς ἔχων πύργους, Σιμωνίδ. 117, Αἰσχύλ. Εὐμ. 688· ὑψίπυργον Οἰχαλίαν Σοφ. Τραχ. 354, κλπ.· μεταφορ., ἰάπτει δ’ ἐλπίδων ἀφ’ ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς, καταρρίπτει δὲ ἐκ τῶν ὑψηλῶν αὑτῶν ἐλπίδων εἰς τελείαν καταστροφὴν τοὺς πονηροὺς βρωτούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 96.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους
2. μτφ. ψηλός σαν πύργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί-πυργος].
Greek Monotonic
ὑψίπυργος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ὑψί-πυργος, ον,
high-towered, Aesch., Soph.
German (Pape)
mit hohen Türmen; Κόρινθος Simonds. 85 (XIII.26); Οἰχαλία Soph. Trach. 353; πατρίς Eur. Tr. 376; πόλις Aesch. Eum. 658; hoch wie ein Turm, ἐλπίδες Suppl. 90.