οἰωνιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who foretells from the flight and cries of birds, Il.2.858, 17.218, Hes.Sc.185; θεοπρόπος οἰ. Il.13.70: in late Prose, Gal.9.833;=Lat. augur, D.H. 10.57, D.C.37.27,al.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνιστής: οῦ ὁ птицегадатель Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ προλέγων τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἰλ. Β. 858, Ρ. 218, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 185· θεοπρόπος οἰωνιστὴς Ἰλ. Ν. 70.
English (Autenrieth)
(bird) seer; as adj., Il. 13.70.
Greek Monolingual
οἰωνιστής, ὁ (Α) οιωνίζομαι
οιωνοσκόπος.
Greek Monotonic
οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το μέλλον από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
οἰωνιστής, οῦ, ὁ,
one who foretells from the flight and cries of birds, an augur, Il., Hes.
German (Pape)
ὁ, Vogelschauer, der aus dem Fluge od. den Stimmen der Vögel weissagt; Il. 2.858, 17.218; auch θεοπρόπος, 13.70; Hes. Sc. 185; und in sp. Prosa, wie D.Cass.; Hesych. erkl. ὀρνεοσκόπος.