αἱρέσιμος

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρέσιμος Medium diacritics: αἱρέσιμος Low diacritics: αιρέσιμος Capitals: ΑΙΡΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hairésimos Transliteration B: hairesimos Transliteration C: airesimos Beta Code: ai(re/simos

English (LSJ)

ον, that can be taken, X.Cyr.5.2.4.

Spanish (DGE)

-ον
conquistable, que puede ser conquistado τεῖχος X.Cyr.5.2.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prenable.
Étymologie: αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

αἱρέσιμος: могущий быть взятым (штурмом), уязвимый (τεῖχος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.

Greek Monotonic

αἱρέσιμος: -ον (αἱρέω), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

αἱρέω
that can be taken, Xen.

German (Pape)

ον, einnehmbar, τεῖχος, Xen. Cyr. 5.2.2.