εὐμίμητος
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
[ῑ], ον, easily imitated, Pl.R.605a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à imiter.
Étymologie: εὖ, μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐμίμητος: (ῑ) легко воспроизводимый, которому легко подражать (ἦθος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμίμητος: ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.
Greek Monotonic
εὐμίμητος: [ῑ], -ον, αυτός που εύκολα μπορεί να μιμηθεί κάποιος, ευκολομίμητος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὐ-μῑ́μητος, ον
easily imitated, Plat.
English (Woodhouse)
German (Pape)
[ῑ], leicht nachzuahmen, Plat. Rep. X.605a.