νευροτόμος

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροτόμος Medium diacritics: νευροτόμος Low diacritics: νευροτόμος Capitals: ΝΕΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neurotómos Transliteration B: neurotomos Transliteration C: nevrotomos Beta Code: neuroto/mos

English (LSJ)

ον, cutting sinews, Man.5.221.

Greek (Liddell-Scott)

νευροτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὰ νεῦρα, τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.

Greek Monolingual

νευροτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο-τόμος, μοσχο-τόμος.

German (Pape)

Sehnen zerschneidend, Sp., wie Maneth. 5.221.