κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
μονοβίβλιον, τὸ (ΑΜ) μονόβιβλονμικρό μονόβιβλον.
τὸ, = μονόβιβλος.