ἀνευρυσματώδης
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ες, like an aneurism, Aët.15.10, Paul.Aeg.6.38.
Spanish (DGE)
-ες
medic. parecido a un aneurisma Aët.15.10, Paul.Aeg.6.38 (var.).
Greek Monolingual
-ες
Ιατρ.
όγκος ή θύλακας με χαρακτηριστικά ανευρύσματος.