συννεανιεύομαι

From LSJ
Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννεᾱνιεύομαι Medium diacritics: συννεανιεύομαι Low diacritics: συννεανιεύομαι Capitals: ΣΥΝΝΕΑΝΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synneanieúomai Transliteration B: synneanieuomai Transliteration C: synneanieyomai Beta Code: sunneanieu/omai

English (LSJ)

wanton youthfully together, ἀλλήλοις D.C.51.8, cf. 72.4.

Greek (Liddell-Scott)

συννεᾱνιεύομαι: ἀποθ., ὁμοῦ νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.

Greek Monolingual

Α
φέρομαι νεανικά, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεανιεύομαι «βρίσκομαι σε νεαρή ηλικία, ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος»].

German (Pape)

[ᾱ], mit od. zusammen jung, jugendlich, mutwillig sein, mit Andern sich jugendlich betragen, Sp.