εὔθυνσις

From LSJ
Revision as of 18:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθῡνσις Medium diacritics: εὔθυνσις Low diacritics: εύθυνσις Capitals: ΕΥΘΥΝΣΙΣ
Transliteration A: eúthynsis Transliteration B: euthynsis Transliteration C: eythynsis Beta Code: eu)/qunsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (εὐθύνω) straightening, opp. κάμψις, Arist. Mete.386a7, IA708b24; τῆς ῥινός Gal.18(1).481.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, das Gerademachen, Lenken, Richten, Sp. die gerade Richtung; Gegensatz κάμψις, Arist. Meteor. 4, 9.

Russian (Dvoretsky)

εὔθυνσις: εως ἡ выпрямление (ἔστι εὔ. ἡ εἰς εὐθὺ μεταβολή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθυνσις: -εως, ἡ, (εὐθύνω) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάμψις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· εὔθυνσις τῆς διεστραμμένης ῥινός, «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.

Greek Monolingual

εὔθυνσις, ἡ (Α) ευθύνω
το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ.