ἀπώλεια
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ, A destruction, Arist.EN1120a2, etc.: pl., Id.Mete.351b11. II loss, Id.Pr.952b26; opp. τήρησις, Plb.6.59.5 Schweigh., cf. BGU1058.35, al. (i B. C.); τῶν χρόνων ἀπώλεια Diog.Oen.1. 2 perdition, Ep.Rom.9.22, 2 Ep.Thess.2.3. 3 thing lost, LXX Le.6.3 (5.22).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -λία Pl.Com.223, IEphesos 556; -λήα BGU 1106.33 (I a.C.)
1 c. gen., de pers. destrucción, muerte, fin τῶν φθαρτῶν Arist.Pr.916a26, τῶν σωμάτων Corp.Herm.8.4, 11.14, 12.16
•de grupos humanos destrucción, ruina ὅλων τῶν ἐθνῶν Arist.Mete.351b11, cf. LXX De.32.35, Eun.VS 475, Ἀράβων Gp.1.10.4, τῶν παίδων Ach.Tat.3.15.6, τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν LXX Nu.20.3, ἀνδρῶν ὑπάτων Philostr.VA 7.18, cf. Hp.Ep.17 p.366, Gp.2.5.8, ἀνθρώπων Aristeas 167
•c. dat. πολλοῖς Plb.5.75.2, Αἰτωλοῖς Plb.4.57.10, ἐπ' ἀπωλείᾳ ... καὶ ἀφανισμῷ τοῖς ἀγνοήσασι πολεμεῖν Plb.5.11.5, cf. Horap.1.70
•catástrofe, desastre ἡ κατὰ τὸ Ἴλιον ἀ. Plb.12.4b.1, τὴν ἐσομένην ἀπώλειαν περὶ Θερμοπύλας Plu.2.221c, τέλος τῆς ἀπωλείας Plb.38.11.1, tb. de anim. y plantas ἰχθύος Plb.15.20.3, ἀνθῶν Longus 4.10.2
•de pers. particulares perdición, ruina física y moral (no forzosamente equivalente a muerte) ἐμαυτὸν εἰς ἀπωλίαν οἰχήσομαι Pl.Com.l.c., ἀ. αὑτοῦ Arist.EN 1120a2, ἀπώλειαι διὰ φθόνον γίγνονται Aristo Phil.13.3.9, ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀ. καὶ ἀκαταστασία πολλή LXX To.4.13, cf. Ach.Tat.4.15.3, τῆς ἐμῆς ἀπωλείας αἴτιος Aesop.216.2, cf. Act.Ap.25.16 (var.), πλάνη καὶ ἀ. 2Ep.Clem.1.7
•concr. muerte violenta ἑαυτοῦ Theopomp.Hist.350, τοῦ Αἴαντος Philostr.Her.40.12, cf. Plb.7.12.9, τοῦ παιδός I.AI 15.62, cf. D.C.57.22.4a
•en lit. crist. y gnóstica en rel. c. la vida eterna perdición, condenación ἡ ὁδὸς ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀ. Eu.Matt.7.13, cf. Apoc.17.8, 1Ep.Ti.6.9, de las herejías, Didym.M.39.989C (cf. 3).
2 de propiedades pérdida gener. por robo, Arist.Pr.952b26, cf. LXX Ex.22.8, τοῦ ζεύγους Aesop.91.1, cf. 183.1, τοῦ σώματος X.Eph.3.9.1, 10.4, εὗρεν ἀπώλειαν LXX Le.5.22, cf. 23, Longus 1.5.1
•de cosas y abstr. gener. pérdida, gasto, consumación χρόνων Diog.Oen.2.2.11, πλὴν συνφανοῦς (sic) ἀπωλείας salvo en caso de pérdida justificada (de unos enseres) BGU 1108.17, 1107.16, 1109.21 (I a.C.)
•gasto, despilfarro μύρου Eu.Marc.14.4, (χρημάτων) anón. astr. en PTeb.276.34, op. τήρησις Plb.6.11a.10, cf. IMSipylos 1.4 (III a.C.).
3 n. griego de hebr. ’abaddôn, el lugar de los muertos LXX Ib.28.22, dif. de seol LXX Ib.26.6, τῆς γεένης καὶ τῆς ἀ. A.Thom.A 74
•en plu. παραδίδωμί σε εἰς τὸ μέλαν χάος ἐν ταῖς ἀπωλείαις (dirigido a un demonio en un exorcismo) te entrego al negro caos en el lugar de la perdición, PMag.4.1248.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, das Verlieren, der Verlust, Demad. 2; Gegensatz τήρησις Pol. 6, 59, 5; N. T.
Russian (Dvoretsky)
ἀπώλεια: ἡ разрушение, уничтожение, гибель (ἀ. καὶ φθορά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώλεια: ἡ, τὸ ἀπόλλυσθαι, καταστροφή, ἄσωτος γὰρ ὁ δι’ αὑτὸν ἀπολλύμενος, δοκεῖ δὲ ἀπώλειά τις αὑτοῦ καὶ ἡ τῆς οὐσίας φθορὰ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5, πρβλ. 17. 3, 2· πληθ., ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 14, 5. ΙΙ. ἀπώλεια, χάσιμον, ὁ αὐτ. Πρβλ. 29. 14, 10. 2) θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς, ἡ ἀπώλεια, ἡ καταστροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 13, σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 22, πρὸς Θεσσ. β΄, 3.
English (Strong)
from a presumed derivative of ἀπόλλυμι; ruin or loss (physical, spiritual or eternal): damnable(-nation), destruction, die, perdition, X perish, pernicious ways, waste.
English (Thayer)
ἀπωλείας, ἡ (from ἀπόλλυμι, which see);
1. actively, a destroying, utter destruction: as, of vessels, τοῦ μύρου, waste, Polybius 6,59, 5 consumption, opposed to τήρησις); the putting of a man to death, by metonymy, a destructive thing or opinion: in plural but the correct reading ἀσελγείαις was long ago adopted here.
2. passively, a perishing, ruin, destruction;
a. in general: τό ἀργύριον σου σύν σοι εἴη εἰς ἀπώλειαν, let thy money perish with thee, βυρθίζειν τινα εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν, with the included idea of misery, αἱρέσεις ἀπωλείας destructive opinions, ἐπάγειν ἑαυτοῖς ἀπώλειαν, ibid. cf. the destruction which consists in the loss of eternal life, eternal misery, perdition, the lot of those excluded from the kingdom of God: ἡ περιποίησις τῆς ψυχῆς, ἡ ζωή, σωτηρία, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, a man doomed to eternal misery (a Hebraism, see υἱός, 2): ἡμέρα κρίσεως καί ἀπωλείας τῶν ἀσεβῶν, Polybius as above (but see Aristotle, probl. 17,3, 2, vol. ii., p. 916{a}, 26; 29,14, 10 ibid. 952^b, 26; Nicom. eth. 4,1ibid. 1120{a}, 2, etc.); often in the Sept. and O. T. Apocrypha.)
Greek Monolingual
η (AM ἀπώλεια)
1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι
2. ο θάνατος, ο χαμός
3. ηθική καταστροφή, διαφθορά
νεοελλ.
1. ζημιά, βλάβη
2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο»)
3. στον πληθ. οι απώλειες
το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων κατά τον πόλεμο ή τη μάχη
αρχ.
καταστροφή, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «απόλλυμι. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει (πρβλ. μονώνυξ τριώροφος, κ.τ.ό.)].
Greek Monotonic
ἀπώλεια: ἡ (ἀπόλλυμι), σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἀπόλλυμι
destruction, NTest.
Chinese
原文音譯:¢pèleia 阿普-哦累阿
詞類次數:名詞(20)
原文字根:從-全部 釋放(著) 相當於: (אֲבַדֹּו / אֲבַדֹּון)
字義溯源:沉淪,喪失,毀滅,滅亡,浪費,枉費,陷害,死罪;源自(ἀπόλλυμι)=全毀);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞)組成;而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。沉淪(ἀπώλεια))這字,是一個主要的字,用來描述永遠的滅亡和刑罰。有時也用(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞)來描述,至於(ἀπόλλυμι)=全毀),雖有滅亡的意思,卻也有除滅的含意。沉淪與拯救(σωτηρία))是完全相反的。墮落的人蒙拯救,得著永遠的生命,可以和神交通,這是人最高的榮譽;沉淪乃是永遠離開主的面( 帖後1:9),那是人最悲慘的結局。
同義字:1) (ἀπώλεια)沉淪 2) (καθαίρεσις)毀壞 3) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 4) (σύντριμμα)衝擊,殘害
出現次數:總共(19);太(2);可(1);約(1);徒(2);羅(1);腓(2);帖後(1);提前(1);來(1);彼後(5);啓(2)
譯字彙編:
1) 滅亡(6) 太7:13; 約17:12; 徒8:20; 提前6:9; 彼後2:1; 彼後2:3;
2) 沉淪(5) 腓3:19; 帖後2:3; 來10:39; 啓17:8; 啓17:11;
3) 毀滅(2) 彼後3:7; 彼後3:16;
4) 陷害人的(1) 彼後2:1;
5) 沉淪的(1) 腓1:28;
6) 毀滅的(1) 羅9:22;
7) 枉費(1) 太26:8;
8) 枉(1) 可14:4;
9) 死罪(1) 徒25:16
French (New Testament)
ας (ἡ) 1 destruction
2 perte, perdition ; perte subie ; dépenses, gaspillage
ἀπόλλυμι