χωλός
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
ή, όν,
A lame in the feet, halting, limping, c. acc., χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il.2.217, cf. 9.503, Od.8.308, Hdt.5.92.β, S.Ph.486, 1032; χωλός τε καὶ οὐκ ἀρτίπους = lame and maimed Hdt.4.161; χωλὸς τὼ σκέλει = lame in both legs Ar.Th.24; also c. dat., σκέλει χωλός Plu.2.739b; χωλὸς ἀμφοτέροις = lame in both legs Luc.Tim.20: later also of the hand, like κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα = maimed in one hand Eup.343; χεῖρα χωλὴν ἕξειν = have a deformed hand Hp.Prorrh.2.1, cf. Pl.Lg.794e: of animals, X.Eq.1.5, etc.
II metaph., defective, φύσις Pl.Phd.71e; one-sided, Id.R.535d; βασιλεία Orac. ap. X.HG3.3.3.
2 of metre, especially of the χωλίαμβος (q.v.), halting, μέτρον Heph.5.4, Demetr.Eloc.301; also of a trochaic metre, Aristid.Quint.1.25.
3 ἀείδειν χωλά, of a 'lame tale', Herod.1.71.
German (Pape)
[Seite 1386] (χα'Ω, χαλάω, eigtl. durch Erschlaffung der Muskeln u. Sehnen od. durch Verrenkung eines Gliedes gelähmt), lahm, hinkend; χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il. 2, 217; 9, 503. 18, 397 Od. 8, 308; Soph. Phil. 484. 1021; Eur. Cycl. 633; Plut. und sonst; später auch von der Lähmung der Hand, χωλὸς τὴν χεῖρα Eupol. bei Schol. Ar. Av. 1379, Suid. u. Poll. 4, 188. – Uebrtr., lahm, stumpf an Geist, unvollkommen, ἀνδρεία Plat. Legg. I, 634 a, vgl. Rep. VII, 536 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 boiteux;
2 fig. mal équilibré, instable, chancelant.
3 paralytique, infirme (NT)
Étymologie: DELG pas d'étym.
Russian (Dvoretsky)
χωλός:
1) хромоногий, хромой Hom., Her., Soph.: χ. ἕτερον πόδα Hom. хромой на одну ногу; χ. τὼ σκέλη Arph. и χ. ἀμφοτέροις Luc. хромой на обе ноги;
2) увечный: κατὰ χεῖρας χ. Plat. с искалеченными руками;
3) несовершенный, порочный (φύσις Plat.; βασιλεία Xen., Plut.);
4) стих. хромающий (μέτρον).
Greek (Liddell-Scott)
χωλός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κουτσὸς», χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα Ἰλ. Β. 217, πρβλ. Ι. 503, Ὀδ. Θ. 308, Ἡρόδ. 5. 92, 2, Σοφ. Φιλοκτ. 486, 1032· χ. καὶ οὐκ ἀρτίπους Ἡρόδ. 161· χ. τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 24· ὡσαύτως μετὰ δοτ., χωλὸς σκέλει Πλούτ. 2. 739Β· χωλὸς ἀμφοτέροις Λουκ. Τίμ. 20· ― ἀκολούθως καὶ ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς τὸ κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 61· χωλὴν τὴν χεῖρα ἔχειν Ἱππ. Προρρ. 83C, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 794Ε· ― ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Ἱππ. 1, 5. κλπ. ΙΙ. μεταφορ., ἀνάπηρος, ἀτελής, ἐλλιπής, Λατ. mancus, φύσις Πλάτ. Φαίδων 71Ε, Πολ. 535D, κ. ἀλλ.· βασιλεία ἐν Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3· χωλαίνων, ἀνώμαλος, μέτρον Δημ. Φαληρ. 301, ἐν λ. χωλίαμβος. ― Ἐπίρρ. -λῶς, χωλῶς ἐπιβαίνοντα σοφίας Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 563D. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσκρ. hval (utubare, vacillare), Ἀγγλ. halt, halling, Λατ. clodus, claudus, Polt Et. Forsch 1, σ. 265.)
English (Autenrieth)
English (Strong)
apparently a primary word; "halt", i.e. limping: cripple, halt, lame.
English (Thayer)
χωλη, χωλόν, from Homer down, the Sept. for פִּסֵּחַ, lame: τό χωλόν, ἐκτρέπω, 1). deprived of afoot, maimed (A. V. halt): Mark 9:45.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός
2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια
3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλός
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει παράλυτο χέρι, κουλός («χεῖρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)
2. (μετρ.) (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην έκτη θέση.
επίρρ...
χωλῶς Μ
ελλιπώς, ελαττωματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το επίθημα -λός τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. στρεβλός, τραυλός, τυφλός). Η σύνδεση της λ. με το ρ. χαλῶ παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Greek Monotonic
χωλός: -ή, -όν,
I. ανάπηρος στα πόδια, κουτσός, ακρωτηριασμένος, χωλὸς πόδα, σε Όμηρ.· χωλὸς ἀμφοτέροις (ενν. ποσί), σε Λουκ.
II. μεταφ., σακατεμένος, ελλιπής, ελαττωματικός, Λατ. mancus, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
χωλός, ή, όν
I. lame in the feet, halting, limping, χωλὸς πόδα Hom.; χωλὸς ἀμφοτέροις (sc. ποσί) Luc.
II. metaph. maimed, imperfect, defective, Lat. mancus, Plat., Xen.
Frisk Etymology German
χωλός: {khōlós}
Meaning: lahm, gelähmt, bes. am Fuß, hinkend (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. χωλόπους fußgelähmt (Man.), χωλόχειρος ‘hand- gelähmt’ (Hippon.).
Derivative: Davon χωλότης f. Lahmheit (Plu., Iul. u.a.) und mehrere Denominativa: 1. χωλεύω (ἀπο-) lahmen, auch lähmen (seit Il.) mit -εία f. (Pl. u.a.), -εύματα pl. (Hp.). 2. -όομαι (ἀπο-) lahm werden, lahmen, selten -όω lähmen (Hp., Th., Paus. u.a.) mit -ωσις, -ωμα (Hp.). 3. -αίνω, -ομαι (ὑπο-, συν-) lahm sein, werden (Hp., Pl., LXX, Pap. u.a.) mit -ανσις, -ασμα (sp.).
Etymology: Bildung wie στρεβλός, τυφλός (s.d.) usw., ohne Etymologie. Frühere Versuche bei Bq (abgelehnt). Oder zu χαλάω nachlassen, erschlaffen?
Page 2,1125
Chinese
原文音譯:cwlÒj 何羅士
詞類次數:形容詞(15)
原文字根:跛足的 相當於: (פִּסֵּחַ)
字義溯源:顛躓,跛的^,瘸子,缺腿的,瘸腿。參讀 (ἀνάπειρος)同義字
出現次數:總共(15);太(5);可(1);路(3);約(1);徒(4);來(1)
譯字彙編:
1) 瘸腿的(6) 路14:13; 路14:21; 約5:3; 徒3:2; 徒8:7; 來12:13;
2) 瘸子(6) 太11:5; 太15:30; 太15:31; 太21:14; 路7:22; 徒3:11;
3) 是瘸腿的(1) 徒14:8;
4) 你瘸腿(1) 可9:45;
5) 缺腿的(1) 太18:8
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κουτσός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ χαλάω (=χαλαρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χωλαίνω (=κουτσαίνω), χώλανσις, χώλασμα, χωλεύω (=εἶμαι κουτσός), χωλεία, χώλευμα, χωλότης, χωλοῦμαι (=γίνομαι κουτσός), χώλωμα, χώλωσις.
Translations
lame
Abkhaz: ацыркь, ацыркьзаара, ацыркьыԥа, аҭуԥал, акәылԥаа; Aghwan: 𐕄𐔰𐔾𐔰; Albanian: çalë; Arabic: أَعْرَج, أَكْسَح, أَشَلّ; Egyptian Arabic: أعرج; Hijazi Arabic: أعرج; Aragonese: coixo; Armenian: կաղ; Aromanian: shcljop; Bashkir: аҡһаҡ, сатан; Belarusian: кульгавы; Bulgarian: куц; Catalan: coix, ranc; Chinese Literary Chinese: 蹇; Mandarin: 瘸腿, 跛, 跛足, 瘸; Czech: chromý; Dalmatian: zuap; Danish: lam; Dutch: lam, verlamd, kreupel, mank; Esperanto: lama, kripla; Finnish: rampa; French: boiteux, boiteuse; Friulian: çuet; Galician: coxo, rengo; Georgian: კოჭლი; Old Georgian: მკელობელი; German: lahm; Greek: χωλός, κουτσός; Ancient Greek: χωλός, σκιμβός; Hebrew: צוֹלֵעַ; Hindi: लंग, अपंग, पंगु; Hungarian: sánta; Irish: bacach; Italian: zoppo; Japanese: 足の不自由な, 足の悪い; Latin: claudus; Lithuanian: luošas, šlubas; Luxembourgish: schlamm; Macedonian: куц; Manchu: ᡩᠣᡥᠣᠯᠣᠨ; Maori: tahakopa, hauā, waehauā, tūparaka; Mongolian: доголон; Neapolitan: sciancato; Occitan: garrèl, ranc; Ossetian: къуылых; Persian: لنگ; Plautdietsch: lom; Polish: kulawy, kulejący, chromy; Pontic Greek: κοτσός, ξεροπόδαρος; Portuguese: manco, perneta, coxo, capenga; Quechua: hank'a, sucu, magro, wist'u; Romanian: șchiop, olog; Romansch: zop; Russian: хромой, хромающий; Serbo-Croatian Cyrillic: хром; Roman: hrom; Slovak: chromý; Spanish: cojo, rengo; Swedish: lam; Tausug: pilay; Telugu: కుంటి; Turkish: topal; Udi: кӏала; Ukrainian: кульгавий; Venetian: cionpo, soto, zhot, çoto; West Frisian: mank