σύγχυσις

From LSJ
Revision as of 16:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχῠσις Medium diacritics: σύγχυσις Low diacritics: σύγχυσις Capitals: ΣΥΓΧΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnchysis Transliteration B: synchysis Transliteration C: sygchysis Beta Code: su/gxusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συγχέω) A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) σ. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9; σύγχυσιν ποιήσασθαι Plb.30.22.7; σύγχυσιν λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σύγχυσις ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σύγχυσις τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8. b formation of a compound, Chrysipp.Stoic.2.153, al. 2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959; σύγχυσις τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1; σύγχυσις θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6; σ. λήψεται Epicur. Fr.300. 3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4. 4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58. II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σύγχυσιν ἔχοντες confounded, E.IA1128; σύγχυσις ὀμματίων AP5.129 (Maec.). III of contracts and the like, violation, τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; σύγχυσις νόμων Isoc.4.114 (pl.); σύγχυσις ὁρκίων Plu.Alc.14; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν Pl.R.379e. 2 confusion, SIG684.7 (Dyme, ii B.C.), Act.Ap.19.29.

German (Pape)

[Seite 972] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων σύγχυσις hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben ἴλιγγος, Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ ταραχή, Pol. 14, 5, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 confusion, mélange;
2 bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;
3 trouble de l'esprit, confusion, stupeur.
Étymologie: συγχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e.

Russian (Dvoretsky)

σύγχῠσις: εως ἡ
1 слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.);
2 стирание, сглаживание (ὅρων Plut.);
3 разрушение, уничтожение (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;
4 смущение, смятение (ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;
5 нарушение (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.).

English (Strong)

from συγχέω; commixture, i.e. (figuratively) riotous disturbance: confusion.

English (Thayer)

συγχύσεως, ἡ (συγχέω) (from Euripides, Thucydides, Plato down), confusion, disturbance: of riotous persons, 1 Samuel 5:11).

Greek Monotonic

σύγχῡσις: -εως, ἡ (συγχέω),
I. ανάμειξη, ανακάτεμα, σύγχυση, ανακατωσούρα, μπέρδεμα, σε Ευρ.· σύγχυσιν ἔχειν, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.
II. λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, παραβίαση, αθέτηση, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχῠσις: -εως, ἡ, (συγχέω) τὸ συγχέειν, σύμμιξις, ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων αὐτόθι 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία, τῆς σ. πολιτείας αὐτόθι 7. 8, 4. 2) σύγχυσις, ὄλεθρος, καταστροφή, βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, σύγχυσις, ἀσάφεια. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ταραχή, σύγχυσις, Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, παράβασις, τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, ὄλεθρος, καταστροφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.

Greek Monolingual

η / σύγχυσις, -ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν συγχέω
1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ' ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ.
γ. [για τον πύργο της Βαβέλ] «διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς», ΠΔ
δ. «σύγχυσιν ὅρων», Πλούτ.)
2. διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας και της πνευματικής γαλήνης, ψυχική ταραχή
3. ταραχή, θόρυβος («καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις ὅλη τῆς συγχύσεως», επιγρ.)
4. (σχετικά με λόγο) έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια, σε αντιδιαστολή με την ευκρίνειασύγχυση εννοιών»)
νεοελλ.
1. (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας ή της συνείδησης που αίρει ή ελαφρύνει τον καταλογισμό ευθυνών («διέπραξε το έγκλημα καθώς βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση»)
2. (νομ.) η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο τών ιδιοτήτων του δανειστή και του οφειλέτη
3. (νομ.) η ένωση κινητών πραγμάτων κατά τρόπο οριστικό και παράγωγο νέου πράγματος του οποίου τα ενωθέντα αποτελούν συστατικά, αλλ. σύμμιξη
4. ανάμιξη υγρών ή αεριωδών σωμάτων, σε αντιδιαστολή προς τη σύμμιξη, δηλαδή την μίξη στερεών σωμάτων
5. φρ. α) «διανοητική σύγχυση»
ιατρ. σύνδρομο οξείας, συνήθως παροδικής, μορφής που χαρακτηρίζεται από διαταραχή τών ψυχικών λειτουργιών στο σύνολό τους και ιδίως του προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο και της μνήμης σε ό,τι αφορά πρόσφατα γεγονότα, από έναν βαθμό αγχώδους αμηχανίας και από καταστάσεις ονειρισμού με οπτικές ψευδαισθήσεις
β) «σύγχυση ειρήνης»
(νομ.) διατάραξη της κοινής ησυχίας
αρχ.
1. δημιουργία μίγματος, σύμμιξη, ιδίως υγρών («ἡ τῶν ἄλλων σύγχυσις», Ιπποκρ.)
2. σχηματισμός ένωσης
3. ανατροπή
4. καταστροφή, όλεθρος (α. «καὶ ἐγένετο σύγχυσις θανάτου... ἐν τῇ πόλει», ΠΔ
β. «ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίου σύγχυσιν», Διόδ.)
5. πολιτική ταραχή και ακαταστασία, στάση (α. «σύγχυσις πολιτείας», Κικ.
β. «τοιαύτης... συγχύσεως ἐπεχούσης τὰ πλήθη», Διόδ.)
6. (σχετικά με συνθήκη ή συμφωνία) αναιρώ, παραβιάζω ή ματαιώνω (α. «τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν», Πλάτ.
β. «νόμων συγχύσεις καὶ πολιτειῶν μεταβολάς», Ισοκρ.).

Middle Liddell

σύγχῠσις, εως, συγχέω
I. a commixture, confusion, Eur.; ς. ἔχειν to be confounded, Eur.
II. of contracts and treaties, a violation, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:sÚgcusij 尋格-虛西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-流(著)
字義溯源:雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自(συγχέω / συγχύνω)=雜亂地摻合),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 混亂(1) 徒19:29

English (Woodhouse)

confusion, infringement, transgression, breach of peace, confusion of face

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ταραχή, καταστροφή). Ἀπό τό συγχέω (=ἀνακατώνω, καταστρέφω, ταράζω) → σύν + χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.