τόξον

From LSJ
Revision as of 16:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόξον Medium diacritics: τόξον Low diacritics: τόξον Capitals: ΤΟΞΟΝ
Transliteration A: tóxon Transliteration B: toxon Transliteration C: tokson Beta Code: to/con

English (LSJ)

τό, A bow, Il.4.124, etc.: freq. in plural τόξα for sg., τόξ' ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην 1.45, al., cf. Pi.P.3.101, S.Ph.654; sometimes in Prose, Heraclit. 51, Hdt.2.106, PEleph.5.8 (iii B. C.); ἐτιταίνετο . . τόξα drew the bow, Il.5.97; also τόξον τιταίνει B.9.43; τόξον ἕλκετ' (v.l. εἷλκεν) Il.11.582; τόξου πῆχυν ἀνέλκειν 13.583; τόξον τείνειν, τόξον ἐντείνειν, A.Ag.364 (anap.), Fr.83; τ… ἐντανύσαι Od.21.245, cf. Hdt.2.173; κυκλοτερὲς μέγα τ. ἔτεινε Il.4.124, cf. E.Ba.1066; τόξου ῥῦμα (i.e. the Persians, the bow being an oriental weapon), opp. λόγχης ἰσχύς (i.e. the Greeks), A.Pers.147 (anap.). 2 τόξῳ = by guess, Id.Ch.1033. 3 bowmanship, archery, τόξων ἐῢ εἰδώς Il.2.718, al.; τόξοισιν πίσυνος 5.205, cf. 13.716; ἡ τέχνη τῶν τ. Hdt.1.73; πρὸς τόξου κρίσιν S.Tr.266; τόξῳ (sc. νικῶν) SIG1061.10 (Samos, ii B. C.). II in plural also, bow and arrows, τόξα πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα Il.21.502, cf. Hdt.3.78, S.Ph.68, al.; sometimes in plural for the arrows only, ib.652, Pl.Lg.815a. III metaph., τόξα ἡλίου sun rays, E.HF 1090; ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες, of the effects of wine, Pi.Fr.218; τόξον μερίμνης Trag.Adesp.354; κότταβος . . ὃν σκοπὸν ἐς λατάγων τόξα καθιστάμεθα for shooting of liquor from the cup, Critias 2.2. IV rainbow, Aeschrio 4, LXX Ge.9.13, Hsch. s.v. εἴρη. 2 arch, AP9.694. 3 curved support, cradle used in amputations, Archig. ap. Orib.47.13.6; part of a carriage or cart, PPetr.2p.133, 3p.144 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1128] τό, der Bogen, von dem man Pfeile, ὀϊστοί, ἰοί schoß; Hom., der wie Her. häufig den plur. statt des sing. braucht, τόξ' ὤμοισιν ἔχων, Il. 1, 45; der Bogen der homerischen Helden ist von Horn, ἐΰξοος 4, 105, κερόδετα Eur. Rhes. 33, gebogen, καμπύλον, παλίντονα (w. m. s.); am Ende, κορῶναι, die Sehne, νευρά od. νεῦρα βόεια, angeknüpft; beim Spannen, τιταίνειν τόξον, Il. 5, 97. 8, 266, auch ἕλκειν, 11, 582, u. ἀνέλκειν, 11, 375. 13, 583 (s. die Verba), in Prosa gew. τείνειν, ἐντείνειν, auch νευρὰν ἕλκειν, faßte man ihn in der Mitte, πῆχυς, Il. 11, 375, u. zog die Sehne an sich, 4, 123, so daß der Bogen kreisrund wurde, κυκλοτερής, 4, 124; ἔπεχε τόξον, Pind. Ol. 2, 89 u. oft, wie Tragg., die es ebenfalls im plur. brauchen, so daß es, wie bei Hom. oft, den Bogen mit den Pfeilen bedeutet, obwohl auch τόξα neben ἰοί der Bogen allein ist, Soph. Phil. 702; auch die Pfeile, ἐν τοῖς τῶν τόξων βολαῖς καὶ ἀκοντίων, Plat. Legg. VII, 815 a; vgl. Eur. Ion 524; – τόξων εὖ εἰδώς, der sich gut auf den Bogen versteht, des Bogenschusses kundig, Il. 2, 718; οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων, Od. 8, 225; – ἡ τέχνη τῶν τόξων, Her. 1, 73; πρὸς τόξου κρίσιν, Soph. Tr. 265. – Uebh. alles Gebogene, Gewölbte, der Bogen, das Gewölbe, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
arc ; τὰ τόξα :
1 l'arc et les flèches;
2 l'arc (seul);
3 les flèches (seules);
4 le tir de l'arc : τόξων εὖ εἰδώς IL habile à tirer de l'arc ; ἡ τέχνη τῶν τόξων HDT l'art de tirer de l'arc ; qqf en ce sens au sg. : πρὸς τόξου κρίσιν SOPH pour juger le tir de l'arc.
Étymologie: R. Τεκ, fabriquer ; cf. τέκτων.

Russian (Dvoretsky)

τόξον: τό
1 преимущ. pl. лук Hom., Pind., Trag., Her.;
2 pl. лук и стрелы Hom., Her., Soph.;
3 преимущ. pl. стрелы Soph., Plat.;
4 перен. стрела (τ. μερίμνης Plut.); луч (τόξα ἡλίου Eur.);
5 архит. арка, дуга Anth.;
6 pl. стрельба из лука: τόξων εὖ εἰδώς Hom. отличный стрелок; ἡ τέχνη τῶν τόξων Her. искусство стрельбы из лука.

Greek (Liddell-Scott)

τόξον: τό, (ἴδε ἐν τέλει)· - ὡς καὶ νῦν, τόξον, χυδ. «δοξάρι», τὰ δὲ βέλη καλοῦνται ὀϊστοί, ἰοί, Ὁμηρ., ὅστις ἀγαπᾷ νὰ μεταχειρίζηται τὸ πληθ. τόξα ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Τραγικ., ἐνίοτε δὲ καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε Ἡρόδ. 2. 106., 3. 78· - τὸ Ὁμηρικὸν τόξον ἀποτελεῖται ἐκ δύο τμημάτων ἐξεσμένων ἐκ κέρατος καὶ συνημένων κατὰ τὸ μέσον διὰ τοῦ πήχεως (πρβλ. ἴξαλος), Ἰλ. Λ. 365· ἡ νευρὰ κατεσκευάζετο ἐκ συνεστραμμένων τενόντων (νεῦρα βόεια), ἐπὶ δὲ τῶν ἄκρων τοῦ τόξου ὑπῆρχον αἱ κορῶναι, ἐφ’ ὧν προσεδένετο ἡ νευρά· - περιγραφὴ ἀνδρὸς σύροντος τὸ τόξον ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Δ. 123 κἑξ.· τόξα τιταίνω, τανύω τὸ τόξον, Ε. 97· οὕτω, τόξον ἕλκειν Λ. 582· ἀνέλκειν Ν. 583· ὕστερον, τόξον τείνειν, ἐντείνειν, τανύειν, ἴδε τὰς λέξεις· ἂν καὶ ταῦτα πολλάκις σημαίνουσι μόνον τὸ ἐφοδιάζειν τὸ τόξον διὰ νευρᾶς, πρβλ. παλίντονος· ἦτο ὀλίγον καμπύλον (καμπύλα τόξα) καὶ ὅτε ἐνετείνετο ἰσχυρῶς ἐγίνετο κυκλοτερές, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1066· ἐφυλάσσετο δὲ ἐντὸς τοξοθήκης (γωρυτός), πρβλ. γυμνός, γυμνόω. Τὸ τόξον ἦτο κυρίως τὸ ὅπλον τῶν Ἀνατολιτῶν, ὅθεν τόξου ῥῦμα (δηλ. οἱ Πέρσαι), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λόγχης ἰσχὺς (δηλ. οἱ Ἕλληνες), Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, πρβλ. τόξαρχος, τοξόδαμνος, τοξουλκός, τοξοφόρος, τοξότης Ι. Περὶ τοῦ σχήματος τοῦ Σκυθικοῦ τόξου ἴδε ἐν Σσ Α. 2) τόξῳ κατ’ εἰκασίαν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033. 3) ἐνίοτελέξις τόξον κεῖται ἀντὶ τῆς τοξικῆς τέχνης, οἷον τόξων εὖ εἰδὼς Ἰλ. Β. 718, κλπ.· τόξοισιν πίσυνος Ε. 205, Ν. 716· ἡ τέχνη τῶν τόξων Ἡρόδ. 1. 73· πρὸς τόξου κρίσιν Σοφ. Τρ. 266. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τόξον καὶ βέλη, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Σοφοκλ. Φιλ. 68, 75, 113, κτλ.· καὶ ἐνίοτε ἴσως τὰ τόξα ἀντὶ βέλη, αὐτόθι 652, Πλάτ. Νόμ. 815Α, πρβλ. 795Β. ΙΙΙ. μεταφορ., τόξα ἡλίου, αἱ ἀκτῖνες αὐτοῦ, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1090· ἀμπέλινα τ., ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Πινδ. Ἀποσπ. 239· τόξον μερίμνης Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 33Ε. IV. πᾶν πρᾶγμα ἔχον σχῆμα τοξοειδὲς ἢ καμπύλον, τὸ οὐράνιον τόξον, ἡ ἶρις, Λατ. arcus caeli, Αἰσχρίων ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 651 σημ., Ἑβδ. (Γεν. Θ΄, 13), Ἡσύχ. ἐν λέξ. εἶρις: «εἶρις· ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου γενομένη ταῖς νεφέλαις χρόα, τὸ καλούμενον τόξον»: 2) τόξα λατάγων, ἡ καμπύλη ἣν διαγράφει ὑγρὸν ῥιπτόμενον ἐκ ποτηρίου, Κριτίας 1. 2. 3) καμάρα, Ἀνθ. Π. 9. 694. (Ἐκ τῆς √ΤΟΚ, συγγεν. τῆς ῥίζ. ΤΕΚ ἐν τῷ τέκμαρ, ΤΥΧ ἐν τῷ τυχεῖν, τυγχάνω, πρβλ. τόσσαις· καὶ ἰδὲ ἐν λ. τίκτω).

English (Autenrieth)

(root τυκ, τυχεῖν), pl. τόξα: bow, freq. the pl. for the sing., as the weapon was made of two horns joined by a centre-piece, see Il. 4.105-111. The bow was strung by slipping the loop at one end of the string (νευρή) over the curved tip (κορώνη) at the end of the bow, see cut No. 34. For the way of shooting, see cuts Nos. 63, 89, 90, 104; and for the bow-case, Nos. 24, 124. The archer was regarded as an inferior sort of warrior, Il. 11.385.—For the art, archery, Il. 2.718, cf. 827.

English (Slater)

τόξον (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις(ι), -οισιν.) s., bow: pl., arrows ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.32) χρυσέοις τόξοισιν ὑπ' Ἀρτέμιδος (P. 3.10) ἐν πολέμῳ τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (P. 3.101) δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (P. 8.18) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (N. 6.28) and so met. of the arrows of song, ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ (O. 2.89) ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων (O. 9.5) of wine, ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.

Spanish

arco

English (Strong)

from the base of τίκτω; a bow (apparently as the simplest fabric): bow.

English (Thayer)

τόξου, τό, from Homer down, the Sept. often for קֶשֶׁת, a bow: Revelation 6:2.

Greek Monotonic

τόξον: τό (τυγ-χάνω)·
I. τόξο, σε Όμηρ.· συχνά στον πληθ. γιατί το αρχαίο τόξο αποτελούνταν από δύο τμήματα από κέρατο, ενωμένα στη μέση με τον πήχυν· τόξα τιταίνειν ή ἕλκειν, σύρω το τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.· καθώς το τόξο ήταν το κυρίως όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου ῥῦμα, σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., τόξῳ, από εικασία, στον ίδ.
II. στον πληθ. επίσης, τόξο και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
III. μεταφ., τόξα ἡλίου, οι ακτίνες του, σε Ευρ.

Greek Monolingual

το / τόξον ΝΜΑ
1. επιθετικό όπλο για την εξακόντιση βελών, προϊστορικό εκηβόλο όπλο, το οποίο, σε συνδυασμό με το βέλος, αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα βαλλιστικά οπλικά συστήματα (α. «το τόξο της Αρτέμιδος» β. «τόξ' ὤμοισιν ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην», Ομ. Ιλ.)
2. αρχιτ. αψίδα, καμάρατόξο γέφυρας»)
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει καμπύλο, τοξοειδές σχήμα
4. φρ. «ουράνιο τόξο» — η ίριδα
νεοελλ.
1. μαθημ. οποιοδήποτε τμήμα μιας καμπύλης
2. μουσ. λεπτή ξύλινη ράβδος παράλληλα στην οποία είναι εφαρμοσμένη τεταμένη δέσμη τριχών και με την οποία τίθενται σε παλμική κίνηση οι χορδές διαφόρων μουσικών οργάνων, αλλ. δοξάρι
3. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «αορτικό τόξο» β. «βραχιόνιο τόξο» γ. «τόξο σπονδύλου»)
4. (αθλ.) όργανο για την εκτέλεση του αγωνίσματος της τοξοβολίας
5. (ραδιοτεχν.) μορφή ήπιου ηλεκτρικού τόξου, το οποίο συνδέεται παράλληλα σε κυκλώματα ταλάντωσης για να μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο υψηλής συχνότητας και να δημιουργεί έτσι ηλεκτρικές ταλαντώσεις
6. φρ. α) «τόξο αστέρα»
αστρον. το τόξο του παράλληλου κύκλου που διαγράφει ένας αστέρας κατά την ημερήσια κίνησή του πάνω ή κάτω από τον ορίζοντα, το οποίο διακρίνεται σε ημερήσιο και σε νυκτερινό τόξο, αντίστοιχα
β) «βολταϊκό τόξο»
(ηλεκτρ.) το ηλεκτρικό τόξο
γ) «ηλεκτρικό τόξο»
(ηλεκτρ.) συνεχής ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους και σε διαφορά δυναμικού 50 περίπου βολτ και άνω, συνοδευόμενη από έντονα φωτεινά φαινόμενα, αλλ. βολταϊκό τόξο
δ) «νησιωτικό τόξο» — βλ. νησιωτικός
ε) «τόξο σέλαος»
(γεωφ.-μετεωρ.) χαρακτηριστική δομή του πολικού σέλαος, που εκτείνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε έκταση πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων
αρχ.
1. η τέχνη του να τοξεύει κανείς, η τέχνη του τοξότη («τόξων ἐϋ εἰδώς», Ομ. Ιλ.)
2. ιατρ. τοξοειδές, καμπύλο ανάκλιντρο που το χρησιμοποιούσαν στις εγχειρήσεις
3. μέρος άμαξας
4. στον πληθ. τὰ τόξα
α) τα βέλη
β) το τόξο και τα βέλη μαζί
5. (στη δοτ.) τόξῳ
κατά εικασία, υποθετικά («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων ἐφίξεται», Αισχύλ.)
6. φρ. α) «τόξα ἡλίου»
μτφ. οι ακτίνες του ήλιου (Ευρ.)
β) «ἀμπέλινα τόξα»
μτφ. οι συνέπειες της οινοποσίας (Πίνδ.)
γ) «τόξα λατάγων» — η καμπύλη που διαγράφει ένα υγρό καθώς χύνεται από δοχείο (Κριτί.)
δ) «τόξου ρῡμα»
μτφ. οι Πέρσες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική, και ειδικότερα από τη Σκυθική, άποψη που ενισχύεται από τη δεινότητα αυτών τών λαών στον χειρισμό του τόξου (πρβλ. μτγν. περσ. taχš «τόξο», καθώς και τα σκυθ. ανθρωπωνύμια Τόξαρις, Τάξακις). Η σύνδεση, ωστόσο, της λ. τόξον και του περσ. taxša- με το λατ. taxus «είδος δένδρου» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στους τ. tokosota, που αντιστοιχεί στο τοξότης, και tokosowoko, που αντιστοιχεί πιθ. σε τ. τοξοFοργός. Τέλος η λ. τόξον απαντά στον Όμ., παράλληλα με τον αρχαίο τ. βιός, τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ολοκληρωτικά].

Middle Liddell

τόξον, ου, τό, τυγχάνω
I. a bow, Hom.; often in plural, because the ancient bow was of two pieces of horn joined by the πῆχυς in the middle; τόξα τιταίνειν or ἕλκειν to draw the bow, Il.:—as the bow was specially the Oriental weapon, τόξου ῥῦμα meant the Persians, opp. to λόγχης ἰσχύς (the Greek spearmen), Aesch.: —metaph., τόξῳ by guess, Aesch.
II. in plural also, bow and arrows, Hom., Hdt., etc.
III. metaph., τόξα ἡλίου its rays, Eur.

Frisk Etymology German

τόξον: {tókson}
Grammar: n.
Meaning: Bogen, pl. ‘Schießgerät(e), (Bogen und) Pfeile’ (seit Il.; zum Plur. Schwyzer-Debrunner 43 u. 51, Chantraine Gramm. hom. 2, 31 f.).
Composita: Kompp., z.B. τοξοφόρος m. f. ‘den Bogen tragend, Bogenträger(in)’, Beiw. des Apollon, der Artemis u.a. (ep. poet. seit Φ 483, auch Hdt.), τοξόκλυτος bogenberühmt (Pi., B.), auch κλυτότοξος eig. mit berühmtem Bogen, Beiw. des Apollon (Hom., B.) wie z.B. ἀγκυλότοξος mit krummem Bogen (Il., Pi.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. τοξότης, dor. -ότας m. Bogenschütze (seit Il.), f. -ότις f. (Kall. u.a.), Bed. unklar bei Plb. 8, 7, 3 (jedenfalls nicht mit LSJ loophole for shooting arrows); auch Pfl.name = ἀρτεμισία (Poet. de herb.). 2. -ῖτις f. (νευρά) ‘Bogenschuß (Hero, Ph. Bel.), Beiw. der Artemis (Kos); Redard 241 A. 19 u. 214; unsicher -ιτησία = ἀρτεμισία (Ps.-Dsk. 3, 113; leg. -ῖτις?). 3. -ίας in Τοξίου βουνός· τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ ἐν Σικυῶνι H. 4. ία f. N. einer Göttin (neben Ἄρτεμις erwähnt; Gortyn; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 182, Nilsson Gr. Rel. 1, 483 A. 3). 5. -οσύνη f. ‘Bogenkunst, -kunde’ (Ν314, E. in lyr.; Wyss 24). 6. -ιανοί pl. ‘Leute die unter dem τοξότης (dem Sagittarius) geboren. sind' (Cat. Cod. Astr.). 7. -εύς m. myth. PN (Hes. Fr. 110, 4), Kurzname wie Τόξος (korinth. Vase; Fraenkel Nom. ag. 1, 236, auch Bosshardt 120). 8. Demin. -άριον n. (Luk. u.a.). 9. -ικός zum Bogen, Bogenschützen gehörig, -ική (τέχνη) f. (att.), -ικόν (φάρμακον) n. Pfeilgift (Arist., Str. u.a.); auch für *τοξοτικός (Chantraine Ét. 116). 10 -ωτός = arcuatus (Gloss.). — 11. Denominativum -εύω, oft m. Präfix, z.B. κατα-, ἀπο-, ἐκ-, mit Bogen schießen (seit Il.) mit -ευμα n. Geschoß, Pfeil (ion. att.), -ευσις f. das Bogenschießen (Lib.), -εία f. ib. (hell. u. sp.); -ευτής m. Bogenschütze (Ψ 850 u.a.), auch -ευτήρ m. (Arat., Nonn. u.a.); meist vom Sternbilde (metr. bedingt für -ότης, -ευτής; Scherer Gestirnnamen 170 f., s. auch Fraenkel Nom. ag. 1, 135 A. 12), f. -εύτειρα (Opp.), -ευτική f. Bogenkunst (Gal.). — Auch 12. -άζομαι, auch m. ἐπι-, ‘nach jmdm. mit Bogen schießen’ (Hom., Opp.), -άζω ib. (Herakleit. All.); vom pl. τόξα (Schwyzer 734) ? — Zu τόξον nebst Ableitungen bei Homer s. Trümpy Fachausdrücke 66 f., 109 f.
Etymology: Statt des altererbten βιός tritt schon bei Hom. τόξον als das weit üblichere Wort für Bogen ein und ist vielleicht schon im Mykenischen zu belegen: to-ko-so-ta = τοξότας, to-ko-so-wo-ko (Hinterglied mehrdeutig). Da die iranischen Völker, zumal die Skythen als Bogenschützen berühmt waren, liegt für τόξον iranische (skythische) Entlehnung nahe, wobei sich npers. taχš Armbrust, Pfeil ebenso wie skyth. PN Τόξαρις, Τάξακις sofort zum Vergleich melden (Hübschmann ZDMG 38. 430, Benveniste Mél. Bq 1, 37 ff.; von Heubeck Minos 6, 56 A. 4 m. Lit. wegen der myken. Dokumentierung angezweifelt; vgl. noch dens. Würzb. Jb. 4, 201). Mit iran. *taxša- (und mit τόξον) ist schon längst (Schrader BB15,284ff.; s. noch Schrader-Nehring Reallex. 2, 166) lat. taxus Eibe als urverwandt verbunden worden, was für das iranische Wort immer in Betracht kommt. — Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 716f. Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Orbis 4, 532 ff. Noch anders Deroy Ant. class. 23, 317 (zu τέχνη, τέκτων).
Page 2,909-910

Chinese

原文音譯:tÒxon 拖克算
詞類次數:名詞(1)
原文字根:射(者) 相當於: (קֶשֶׁת‎)
字義溯源:弓;源自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 弓(1) 啓6:2

Mantoulidis Etymological

Σκυθική λέξη. Ἴσως ἀπό θέμα τοκ- (με σημασία = κατασκευάζω) συγγενικό μέ τά: τέχνη, τέκτων τοῦ τίκτω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τοξεύς, τοξικός, τοξότης, τοξεύω, τοξεία, τόξευμα, τόξευσις, τοξευτήρ, τοξεύτειρα, τοξευτής, τοξευτικός, τοξευτός.

Léxico de magia

τό arco de un Eros modelado ἡ δ' ἀριστερὰ χεὶρ κρατείτω τόξον καὶ βέλος que la mano izquierda sostenga un arco y una flecha P XII 19 en ofrendas παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων ... πινακίδας, τόξα pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos, tablillas, arcos P XII 23

Translations

Abkhaz: ахыц; Adyghe: кӏуснэщаб; Afrikaans: boog; Ainu: ク; Albanian: hark; Apache Western Apache: iłtį́ʼtsį́h; Arabic: قَوْس‎; Egyptian Arabic: قوس‎; Hijazi Arabic: قوس‎; Armenian: աղեղ; Aromanian: arcu, duxar; Assamese: ধনু; Asturian: arcu; Atayal: bhunig; Avar: чӏорбутӏ; Azerbaijani: yay, kaman; Bashkir: йәйә; Bats: ატყ; Bavarian: Bogn; Belarusian: лук; Bengali: ধনু; Breton: gwareg; Bulgarian: лък; Burmese: လေး; Catalan: arc; Cebuano: gapasan; Chechen: ӏад; Cherokee: ᎦᏦᏗ; Chinese Cantonese: 弓; Dungan: гун; Mandarin: 弓; Min Nan: 弓; Choctaw Traditional: iti tanampo; Modified traditional: itti' tana̲po; Chukchi: тиӈур; Czech: luk; Dakota: itazipe; Danish: bue; Dutch: boog; Esperanto: arko, pafarko; Estonian: vibu; Evenki: бэр; Ewe: da; Faroese: bogi; Finnish: jousi; French: arc, arc à flèches; Friulian: arc; Galician: arco; Georgian: მშვილდი; German: Bogen; Greek: τόξο; Ancient Greek: τόξον, βιός, ἄεμμα, ἅμμα, γαστραφέτης, ἁψίς, ἄντυξ, εἴλημα; Hebrew: קֶשֶׁת‎; Hindi: धनुष, कमान; Hungarian: íj; Icelandic: bogi; Ido: armarko, arko; Indonesian: busur; Ingush: ӏад; Irish: bogha; Isthmus Italian: arco; Japanese: 弓; Jarai: hraŏ diu; Kaingang: vyj; Karok: xuskáamhar; Kazakh: жақ, садақ; Ket: ӄыʼт; Khmer: ធ្នូ, ធនុ; Korean: 활; Kurdish Northern Kurdish: kevan; Kyrgyz: жаа; Lakota: itázipa; Lao: ຄັນທະນູ, ທະນຸ; Latgalian: lūks; Latin: arcus; Latvian: loks; Laz: ტოკსარი, მშვილდი; Lithuanian: lankas; Macedonian: лак; Malay: busur, panah; Malayalam: വില്ല്; Maltese: qaws; Manchu: ᠪᡝᡵᡳ; Mansaka: bosog; Manx: bow; Maranao: pana'; Middle Persian: 𐭪𐭬𐭠𐭭‎; Mingrelian: შქვილი; Mon: တ္ၚ; Mongolian: нум; Nanai: бури; Navajo: ałtį́į́ʼ; Nepali: धनुष; Nivkh: пуньдь; Northern Altai: јаг; Northern Sami: dávgi; Norwegian Bokmål: bue, boge; Nynorsk: boge; Occitan: arc; Ojibwe: mitigwaab; Old Church Slavonic Cyrillic: лѫкъ; Old English: boga; Old Norse: bogi; Oriya: କୋଦଣ୍ଡ; Ossetian: ӕрдӕн; Pali: dhanu; Pashto: ليندۍ‎; Persian: کمان‎; Plautdietsch: Boage; Polish: łuk; Portuguese: arco; Quechua: t'iwka; Romanian: arc; Romansch: artg, arch; Russian: лук; Sanskrit: धनु, चाप; Sardinian: alcu, arcu; Scottish Gaelic: bogha, bogha-saighde; Serbo-Croatian Cyrillic: лук; Roman: luk; Sicilian: arcu; Sikaiana: kavusu; Slovak: luk; Slovene: lok; Southern Altai: јаа; Spanish: arco; Svan: ჴემა̈დ; Swahili: upinde, uta; Swedish: båge, pilbåge; Tagalog: busog, pana; Tajik: камон; Tamil: வில்; Taos: xwílena; Tauya: 'ipai aniyamo; Telugu: విల్లు, ధనుస్సు; Thai: ธนู; Tibetan: གཞུ; Turkish: yay; Turkmen: ýaý; Tuvan: ча; Ugaritic: 𐎖𐎌𐎚; Ukrainian: лук; Urdu: دھنش‎, کمان‎; Uyghur: يا‎; Uzbek: yoy, kamon; Vietnamese: cung; Volapük: bob; Walloon: air, årbalesse; Welsh: bwa, bwâu; West Frisian: bûging, bôge; Westrobothnian: bogaseod; White Hmong: hneev nti; Yiddish: בויגן‎; Zhuang: gung