γραφεύς

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "op." to "op.")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾰφεύς Medium diacritics: γραφεύς Low diacritics: γραφεύς Capitals: ΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: grapheús Transliteration B: grapheus Transliteration C: grafeys Beta Code: grafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A painter, Emp.23.1, E.Hec.807 (s.v.l.), And.4.17, Pl.Phd.110b, etc. II = γραμματεύς, X.HG4.1.39, Plu. Ages.13; private secretary, τοῦ Δημοκρίτου Epicur.Fr.172. III writer, D.S.21.17; scribe, scrivener, X.Ages.1.26; copyist, Arist.Rh. 1409a20, Plb.12.4a.4, Str.13.1.54 (pl.); τὰ τῶν γραφέων πταίσματα Porph.Plot.19; cf. γραφής, γροφεύς.

Spanish (DGE)

(γρᾰφεύς) -έως, ὁ
• Alolema(s): arcad. γραφής IG 5(2).8 (Tegea IV a.C.), 116.7 (Tegea III a.C.); dór. γροφεύς, -έος IO 2.8 (V a.C.), IG 12(3).1259.16 (Cimolo V/IV a.C.), 5(2).357.20 (Estinfalo III a.C.), Schwyzer 90.2 (Argos III a.C.), IG 4.498.5 (Micenas II a.C.)
• Morfología: [plu. nom. γραφέες Emp.B 23.1, γραφῆς Pl.Phd.110b]
1 pintor ὁπόταν γραφέες ἀναθήματα ποικίλλωσιν Emp.l.c., οἱ γραφεῖς ... τέρπουσιν τὴν ὄψιν Gorg.B 11.18, (χρώματα) οἷς ... οἱ γραφῆς καταχρῶνται Pl.l.c., cf. R.377e, ἀγαλματοποιὸς ἢ γ. ἀναγκαζόμενος εἰκάζειν D.Chr.4.113, cf. E.Hec.807, And.4.17, X.Ages.1.26, D.Chr.4.117, 12.59, Plot.5.5.1, Hsch., Olymp.in Alc.2.51, Sch.D.T.229.2.
2 escritor γ. (τῶν ἐγκωμίων) D.S.21.17.
3 escribano, copista δεῖ ... δήλην εἶναι τὴν τελευτὴν μὴ διὰ τὸν γραφέα Arist.Rh.1409a20, cf. Str.13.1.54, Longin. en Porph.Plot.19, op. συγγραφεύς: οὐδεὶς ἂν εἴπειε ... τοῦ συγγραφέως εἶναι τὸ διάπτωμα, τοῦ δὲ γραφέως ὁμολογουμένως Plb.12.4a.4, cf. 6.
4 secretario funcionario, X.HG 4.1.39, IG ll.cc., Plu.Ages.13
particular fig. ἐκάλει ... Πρωτωγόραν γραφέα Δημοκρίτου Epicur.Fr.[101] 21, cf. [102] 10.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Schreiber, Maler, ἄνδρες γραφέες ἀναθήματα ποικίλλουσι Empedocl. 82; Plat. Rep. II, 377 d; Plut. Thes. 4; bes. Geheimschreiber, Xen. Hell. 4, 1, 39; Plut.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
I. (γράφω, écrire);
1 scribe, copiste;
2 secrétaire;
3 écrivain;
II. (γράφω, peindre) peintre.
Étymologie: γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραφεύς -έως, ὁ γράφω
1. schilder.
2. secretaris, klerk, schrijver.

Russian (Dvoretsky)

γρᾰφεύς: έως ὁ
1 писец, переписчик Xen., Arst., Polyb., Plut.;
2 живописец Emped., Eur., Plat., Arst., Dem., Plut.;
3 писатель, составитель (τῶν ἐγκωμίων Diod.).

Middle Liddell

γράφω
I. a painter, Eur.
II. = γραμματεύς, Xen.

Greek Monotonic

γρᾰφεύς: -έως, ὁ (γράφω),
I. ζωγράφος, σε Ευρ.
II. = γραμματεύς, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾰφεύς: έως, ὁ, ζωγράφος, Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = γραμματεύς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. συγγραφεύς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· γραφεύς, καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· ἀντιγραφεύς, Γραμμ.

English (Woodhouse)

painter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)