φωνήεις

From LSJ
Revision as of 18:20, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνήεις Medium diacritics: φωνήεις Low diacritics: φωνήεις Capitals: ΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: phōnḗeis Transliteration B: phōnēeis Transliteration C: fonieis Beta Code: fwnh/eis

English (LSJ)

φωνήεσσα, φωνῆεν, contr. φωνῆς, φωνῆντος Cratin. in PSI11.1212.13, cf. Hdn.Gr.2.618; Aeol. and Dor. φωνάεις [ᾱ], also in later Prose, as Zeno Stoic.1.41, Plu.Sull.7, S.E.M.1.100, etc.; contr. in plural φωνᾶντα, Pi.O.2.85:—
A endowed with speech, vocal, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν Hes. Th.584; τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Pi.I.4(3).40(58), cf. E.Tr. 440; βέλη (i.e. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Pi.O.2.85; φ. θέατρα Pl.Lg. 701a; ὄχλος Plu.l.c.; φ. ζῷα endowed with speech, X.Mem.2.7.13; opp. ζῷα ψοφητικά, Arist.HA488a32; epithet of certain signs of the Zodiac, Vett.Val.10.19, Cat.Cod.Astr.1.166; τὸ φωνᾶεν the power of speech, Zeno l.c.
2 musical, of the lyre, Sapph.45.
3 of a song, sounding, Pi.O.9.2.
4 clear, λόγος B.14.31.
5 τὰ φωνήεντα (φωνάοντα Mélanges Beyrouth 15.71 (Syria, gem)) vowels, τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Pl.Cra.393e, cf. IG22.2783.4,17, Phld.Rh.1.163 S., etc.; in full, τὰ φωνήεντα γράμματα Aen.Tact.31.30; στοιχεῖα φωνήεντα S.E.M.1.100.
b consisting of vowels only, of a spell, PMag.Par.1.2634.

German (Pape)

[Seite 1322] ήεσσα, ῆεν, dor. φωνάεις, w. m. vgl., lautend, tönend, redend, mit Sprache begabt; Pind. I. 3, 58; μέλος Ol. 9, 2; φωνᾶντα βέλη 2, 93; übh. eine Stimme, Sprache habend, ertönen lassend, Hes. Th. 584; σάρκα φωνήεσσαν Eur. Troad. 440; ὅθεν τὰ θέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντα ἐγένοντο Plat. Legg. III, 700 e. – Τὰ φωνήεντα, mit u. ohne γράμματα, sind die Selbstlauter oder Vocale im Gegensatz der ἄφωνα, Consonanten, Plat. Soph. 253 a Crat. 393 d u. Sp., wie Luc. Iud. voc.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui rend des sons, sonore ; particul. :
1 qui parle, doué de la parole;
2 qui résonne par soi-même, qui rend un son ; t. de gramm. τὰ φωνήεντα γράμματα ou simpl. τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, càd les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.
Étymologie: φωνή.

Russian (Dvoretsky)

φωνήεις: φωνήεσσα, φωνῆεν, дор. φωνάεις (ᾱ)
1 одаренный речью, говорящий (ζῷα Hes., Xen.);
2 звучащий, раздающийся (μέλος Pind.): τὰ φωνήεντα (γράμματα) Plat., Plut., Luc. гласные звуки или буквы;
3 оглашаемый криками, шумный (θέατρα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

φωνήεις: φωνήεσσα, φωνῆεν, Δωρ. φωνάεις [ᾱ], ἀλλ’ ἐν χρήσει οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Πλουτ., Σέξτ. Ἐμπ., κλπ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639· συνῃρ. ἐν τῷ πληθ. φωνᾶντα, Πινδ. Ο. 2. 152· ― ὁ ἐκπέμπων φωνήν, πεπροικισμένος μὲ λόγον ἢ μὲ φωνήν, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσι Ἡσ. Θεογ. 584·, τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σαπφ. 24, Εὐρ. Τρῳ. 440· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Πινδ. Ο. 2. 152· φ. θέατρα Πλάτ. Νόμ. 700Ε· φ. ζῷα, πεπροικισμένα μὲ φωνήν, μὲ λόγον, Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ζῷα ψοφητικά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 1. 1, 29. 2) ἐπὶ μέλους, τὸ τῇ φωνῇ μόνον φωνηθέν, ἄνευ δηλ. μουσικοῦ ὀργάνου, ἢ τὸ «πολυθρύλητον» κατὰ τὸν Σχολ. Πιν. Ο. 9. 2. 3) τὰ φωνήεντα (μετὰ τοῦ γράμματα ἢ ἄνευ αὐτοῦ), τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀποτελοῦντα φωνήν, τὰ φωνήεντα, ἴδε ἐν λ. ἄφωνος· στοιχεῖα φ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100· πρβλ. φωνὴ Ι. 3.

Spanish

consistente en vocales

Greek Monolingual

και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, φωνάεσσα, φωνᾶεν, και συνηρ. τ. φωνῆς, -ῆντος, Α
1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.)
2. (για λόγο) καθαρός, σαφής
3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο
4. (για τραγούδι) αυτός που εκτελείται μόνο με τη φωνή, χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου
5. η προσωνυμία ορισμένων σημείων του ζωδιακού κύκλου
6. το ουδ. ως ουσ. βλ. φωνήεν.
ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ήεις (βλ. και -όεις), πρβλ. τολμήεις.

Greek Monotonic

φωνήεις: Δωρ. -άεις [ᾱ], -εσσα, -εν· ουδ. πληθ. συνηρ. φωνᾱντα:
1. αυτός που βγάζει φωνή ή λόγο, προικισμένος με το λόγο, φωνητικός, σε Ησίοδ., Ευρ.· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι, ομιλία προς τους σοφούς, σε Πίνδ.· λέγεται για ζώα, προικισμένα με το λόγο, σε Ξεν.
2. λέγεται για τραγούδι, αυτό που ηχεί, σε Πίνδ.
3. τὰ φωνήεντα (με ή χωρίς γράμματα), φωνήεντα.

Middle Liddell

[from φωνή
1. uttering a voice or speech, endowed with speech, vocal, Hes., Eur.; βέλη (i. e. ἔπἠ φωνᾶντα συνετοῖσι speaking to the wise, Pind.: of animals, endowed with speech, Xen.
2. of a song, sounding, Pind.
3. τὰ φωνήεντα (with and without γράμματἀ vowels.

English (Woodhouse)

endowed wish voice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-εν consistente en vocales de un nombre εἶτα τὸ εἰκοσαγράμματον τὸ φωνᾶεν χάραξον luego graba el (nombre) de veinte letras, el que tiene sólo vocales P IV 2634