λαμπτήρ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (λάμπω)
A stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.18.307 sq., 343, 19.63; ὦ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of a beacon-fire, A.Ag.22; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, S.Aj.286; ἡλίου λαμπτῆρες E.Rh.60. b epithet of Dionysus, Paus.7.27.3. 2 lantern, E. IA34 (anap.), Hp.Int.26, X.Smp.5.2, Aen.Tact.22.21, PCornell 1.85; λ. ἀντιπεφραγμένος, of a horn-lantern, Philist.15, cf. Emp.84.3; λ. μὴ ἔχοντι τὸ κύκλῳ δέρμα Arist.HA531a5.
German (Pape)
[Seite 13] ῆρος, ὁ, Leuchter; in der ältesten Zeit eine Art Feuergeschirr, auf welches man dürres Holz u. Kiehn häufte u. zur Erleuchtung des Gemaches anzündete, Od. 18, 306. 343. 19, 63; vgl. Hesych. Später Leuchter, von B. A. 50 von λυχνοῦχος u. φανός unterschieden, als χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν ἢ ξύλινον λαμπάδιον ὅμοιον, ἔχον θρυαλλίδα. So Eur. I. A. 34, σὺ δὲ λαμπτῆρος φάος ἀμπετάσας δέλτον γράφεις. Bei Xen. Conv. 5, 2 dasselbe, was §. 9 λύχνος heißt; auch Fackel, Sp., wie bei Aesch. Ag. 23 λ. νυκτός das Fackelzeichen ist. Bei Empedocl. 276 Laterne, s. ἀμουργός, u. vgl. Arist. H. A. 4, 5. – Übertr., ἕσπεροι λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖθον, von den Sternen, Soph. Ai. 279; ἡλίου λαμπτῆρες Eur. Rhes. 60 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
I. vase à feu où l'on brûlait des torches de résine ou du bois sec pour s'éclairer;
II. postér. tout ce qui éclaire :
1 flambeau;
2 lampe.
Étymologie: R. Λαμπ, v. λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
λαμπτήρ: ῆρος ὁ
1 светец (подставка для смолистых лучин), светильник Hom.;
2 факел Aesch. etc.;
3 светоч, светило: ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. вечерние светочи, т. е. звезды;
4 сияние, луч (ἡλίου λαμπτῆρες Eur.);
5 лампа, фонарь Eur., Xen., Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπτήρ: -ῆρος, ὁ, (λάμπω) κυρίως ἐσχάρα ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο τεμάχια πίτυος (δᾳδίου) ἢ ἄλλου ξύλου πρὸς φωτισμόν, Ὀδ. Σ. 307 κἑξ., 343, Τ. 63· ὦ χαῖρε λ. νυκτός, ὁ φωτίζων τὴν νύκτα, ἐπὶ τοῦ διὰ πυρῶν σημείου, τοῦ πυρσοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἕσπεροι λαμπτῆρες, τὰ νυκτερινὰ πυρὰ τῶν φυλάκων, Σοφ. Αἴ. 286, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.· ἡλίου λαμπτῆρες Εὐρ. Ρῆσ. 60. 2) καθόλου, = λαμπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 34, Ξεν. Συμπ. 5, 2· λ. ἀντιπεφραγμένος, ἐπὶ λυχνίας ἐκ κέρατος, Φίλιστ. 15, πρβλ. Ἐμπεδ. 222· λ. μὴ ἔχοντι τὸ κύκλῳ δέρμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 8.
English (Autenrieth)
ῆρος: fire-pan, lightstand, cresset, to hold blazing pine splinters for illuminating, Od. 18.307, Od. 19.63. (See cuts, after bronze originals from Pompeii.)
Greek Monotonic
λαμπτήρ: -ῆρος, ὁ (λάμπω)·
1. βάση ή σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνταν τεμάχια πεύκου ή άλλου ξύλου για το φωτισμό των δωματίων, σε Ομήρ. Οδ.· ὦ χαῖρε, λαμπτὴρ νυκτός, εσύ που φωτίζεις τη νύχτα, λέγεται για τον πυρσό, σε Αισχύλ.· ἕσπεροι λαμπτῆρες, νυχτερινά δαυλιά των φυλάκων, σε Σοφ.
2. γενικά, = λαμπάς, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
λαμπτήρ, ῆρος, λάμπω
1. a stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.; ὧ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of the beacon-fire, Aesch.; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, Soph.
2. generally, = λαμπάς1 Eur., Xen.