καταμίγνυμι
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
later spelling of καταμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. μίγνυμι), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.
French (Bailly abrégé)
mêler;
Moy. καταμίγνυμαι se mêler, εἰς et l'acc..
Étymologie: κατά, μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
καταμίγνῡμι: и (Plut., только praes. и impf.) καταμιγνύω примешивать, присоединять (τὶ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.): πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. многие солдаты смешались с городским населением.
Greek (Liddell-Scott)
καταμίγνῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -μίξω, κατὰ συγκοπὴν ποιητ. καμμίξας, Ἰλ. Ω. 529.· ἑνώνω δύο ἢ πλειότερα πράγματα, μιγνύω ἐντελῶς, ἀνακατώνω, καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους Ἀριστοφ. Λυσ. 580· τὴν φροντίδα καταμίξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα ὁ αὐτ. Νεφ. 230· τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Δημ. 866, 26.· πρβλ. 789, 19· συμπόταις ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 148Α, πρβλ. 648C,- Παθ., τούτοις καταμεμῖχθαι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 5· οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμιγνύοντο, μέσ. κατεμίγνυον ἑαυτούς, δηλ. ἀνεμιγνύοντο μετὰ τῶν πολιτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 3· εἰς γένος Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 20.
Greek Monolingual
καταμίγνυμι (Α)
βλ. καταμείγνυμι.
Greek Monotonic
καταμίγνῡμι: ή -ύω, μέλ. -μίξω· μτχ. Επικ. αορ. αʹ καμμίξας· αναμειγνύω, ανακατεύω τα υλικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
or -ύω fut. -μίξω epic aor1 part. καμμίξας
to mix up, mingle the ingredients, Il., Ar.