ἐκγράφω

From LSJ
Revision as of 20:11, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγράφω Medium diacritics: ἐκγράφω Low diacritics: εκγράφω Capitals: ΕΚΓΡΑΦΩ
Transliteration A: ekgráphō Transliteration B: ekgraphō Transliteration C: ekgrafo Beta Code: e)kgra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], A write out, copy, IG9(1).687.12 (Corc.), cf. CIG2266 (Delos):—Med., copy for oneself, (χρησμὸν) παρὰ τἀπόλλωνος ἐξεγραψάμην Ar.Av.982; Μορσίμου ῥῆσιν ἐξεγράψατο Id.Ra.151, cf.D.48.48, etc. II strike out, expunge from a list, IG12.84.28, Decr. ap. And.1.77 (Pass.); τινὰ τῆς βουλῆς D.H.19.18. (Written ἐγγρ- IG 5(2).357.14 (Stymphalus, iii B.C.).)

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐγγ- PYadin 12.1, 16.1 (ambos II d.C.), pero tb. por ἐνγ-
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1en v. med. copiar, poner por escrito Μορσίμου ... ῥῆσιν Ar.Ra.151, (χρησμόν) Ar.Au.982, ἐκγράφεσθαι ὅσα οὗτος ὤφειλε D.49.43, τὰς συνθήκας D.48.48, τοὺς νόμους Welles, RC 3.63 (Teos IV a.C.), ἀρχὰς ποιημάτων πολλῶν Clearch.90, αἱ παιδεῖαι Σαλωμῶντος ... ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Εζεκιου las enseñanzas de Salomón que pusieron por escrito los del círculo del (rey) Ezequías LXX Pr.25.1, (ἐπιστολήν) I.AI 17.139, τὰ γελοῖα Ath.614e, τὰ πλεῖστα Gal.12.251, αὐτὸ τὸ πρόγραμμα POxy.34.4.6 (II d.C.), en v. pas. τὰ ἔπη τὰ Σιβύλλεια ... τοὺς ἱερέας αὐτοχειρίᾳ ἐκγράψασθαι ἐκέλευσεν D.C.54.17.2, διὰ τὸ φιλοτίμως ἐκγεγράφθαι τοὺς μαθητὰς αὐτῶν τὰ ὑφ' ἑκάστου αὐτῶν ... κατωρθωμένα Eus.HE 5.28.17, οὐχ ὡς ἐκγραψάμενος ἔχῃς τὰ 'κεῖθεν Lib.Or.54.68
tb. en v. act. IG 9(1).687.12 (Corcira II a.C.)
abs. ὁ ἐκγραφόμενος el escriba o copista Gal.15.624
en v. pas. ἐγγεγραμμένον ... ἀντίγραφον copia, PYadin 16.1, cf. 12.1 (ambos II d.C.).
2 en v. act. inscribir, registrar en la lista de deudores públicos ἐκγραφέτω αὐτὸν πρὸς τοὺς πράκτορας Sokolowski 1.45.9 (Mileto IV a.C.), cf. IG 13.82.26 (V a.C.), (αὐτὸν) εἰς τὸ λεύκωμα IG 7.3073.4 (Lebadea II a.C.), en v. pas. ὀφείλοντος ... τῷ δημοσίῳ χ δραχμὰς καὶ ἐκγεγραμμένου ἐν ἀκροπόλει Ath.Agora 19.P26.505 (IV a.C.), cf. And.Myst.77.
3 en v. act. escribir acerca de τοὺς κατασκόπ[ου] ς Didym.Gen.156.29.
II 1borrar, eliminar de una lista, c. ac. y gen. με τῆς βουλῆς D.H.19.18.1.
2 transferir, trasladar de una lista a otra ὁ δὲ πρόεδρος ἐγγραφέτω καθάπερ τὰς ἄλλας δίκας IPArk.17.14 (Estínfalo IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 756] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.

French (Bailly abrégé)

effacer d'une liste, rayer;
Moy. ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.
Étymologie: ἐκ, βιβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγράφω: ᾰ, γράφω ἔκ τινος, ἀντιγράφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., γράφω ἔκ τινος, ἢ ἀντιγράφω δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. ἀπαλείφω, ἐξαλείφω, διαγράφω ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.

Greek Monolingual

(AM ἐκγράφω)
διαγράφω, ξεγράφω
αρχ.
αντιγράφω.

Greek Monotonic

ἐκγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, αντιγράφω — Μέσ., γράφω ή αντιγράφω για τον εαυτό μου, σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
to write out:—Mid. to write out or copy for oneself, Ar., Dem.