ἀνθοπλίζω

From LSJ
Revision as of 20:12, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοπλίζω Medium diacritics: ἀνθοπλίζω Low diacritics: ανθοπλίζω Capitals: ΑΝΘΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: anthoplízō Transliteration B: anthoplizō Transliteration C: anthoplizo Beta Code: a)nqopli/zw

English (LSJ)

arm against, ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι E. Supp.666; ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12:—Med., arm oneself, Id.HG6.5.7.

Spanish (DGE)

1 en v. med. armarse a su vez καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο X.HG 6.5.7, ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντο Polyaen.1.14
perf. estar armado contra o frente a ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι jinetes frente a jinetes estaban armados E.Supp.666, ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12.
2 en v. act. armar a su vez, oponer fig. τὸν Μωσέα τῷ Παύλῳ Isid.Pel.Ep.M.78.801B, δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳ Cyr.Al.M.77.476A.

German (Pape)

[Seite 233] dagegen bewaffnen, ναῦς ἀνθώπλισται Xen. Oec. 8, 12. – Med., sich dagegen waffnen, Hell. 6, 5, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνθώπλισα, pf. Pass. ἀνθώπλισμαι;
armer de son côté;
Moy. ἀνθοπλίζομαι s'armer de son côté.
Étymologie: ἀντί, ὁπλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοπλίζω: вооружать против, med.-pass. выступать с оружием (ἱππεῦσι ἱππῆς ἀνθωπλισμένοι Eur.; ἀνθωπλίσθαι πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ὁπλίζω ἐναντίον τινός, χεῖρα μαντικὴν πρὸς μουσικὴν ἀνθώπλισε Νικηφόρ. Ρήτορες τ. 1, σ. 514, 15, ἔκδ. Walz. - «ἀνθώπλισαν· ὥπλισαν» Ἡσύχ.· Ιππεῦσι θ’ ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι «ἀντιτεταγμένοι» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἱκ. 666· ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Ξεν. Οἰκ. 8. 12: - Μέσ., ὁπλίζομαι καὶ ἐγώ, καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 7.

Greek Monolingual

ἀνθοπλίζω (Α)
1. οπλίζω κάποιον εναντίον άλλου, επίσης οπλισμένου.

Greek Monotonic

ἀνθοπλίζω: μέλ. -ίσω, οπλίζω εναντίον — Παθ., παρατάσσομαι ενάντια σε, τινί, σε Ευρ. — Μέσ., οπλίζομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell


to arm against: Pass. to be arrayed against, τινί Eur.:—Mid. to arm oneself, Xen.