στενάζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενάζω Medium diacritics: στενάζω Low diacritics: στενάζω Capitals: ΣΤΕΝΑΖΩ
Transliteration A: stenázō Transliteration B: stenazō Transliteration C: stenazo Beta Code: stena/zw

English (LSJ)

A.Pr.696, etc.: fut. A -άξω Aeschin.3.259, Lyc.973, (ἀνα-) E.IT656 (lyr.): aor. ἐστέναξα Diph.33.6, etc.:—Pass., pf. ἐστέναγμαι Lyc.412:—prop. Frequentat. of στένω, sigh deeply: generally, sigh, groan, A. l.c., Pers.1046 (lyr.), Eu.788 (lyr.), S.Ph.917; ἐπ' ἄτῃ Id.El.1299; σ. κακοῖς E.Alc.199; οἴκοις in the house, Id.Ph. 1035 (lyr.); freq. with a neut. Adj., οἰκτρόν, δεινὸν σ., Id.Supp.104, Med.1184; μέγα σ. Id.IT957, D.27.69; τί ἐστέναξας τοῦτο; why utteredst thou this moan? E.IT550: c. acc. cogn., παιᾶνα σ. Id.Tr. 578 (lyr.), cf. HF753 (lyr.); ἀρὰς τέκνοις Id.Ph.334 (lyr.); πηλίκον τί ποτ' ἂν στενάξειαν; D.23.210. 2 trans., bemoan, bewail, πότμον S.Ant.882 (lyr.), cf. OC1672 (lyr.), etc.; τινα E.Ph.1640, Ba. 1027.

German (Pape)

[Seite 935] Nebenform von στένω, stöhnen, seufzen, klagen; Aesch. Eum. 757. 784; Soph. Phil. 905; ἐπ' ἄτῃ, El. 1291; c. acc., beseufzen, beklagen, πότμον, Soph. Ant. 873, ὥς σε στενάζω, Eur. Phoen. 1634, Herc. Fur. 248 u. oft. – Man rechnet hinzu den aor. ἐστέναξα, der einfacher von στενάχω abzuleiten ist, τί ἐστέναξας τοῦτο; Eur. I. T. 550, wie adj. verb. στενακτέον, Suppl. 291; auch in Prosa, μέγα δ' ἂν οἴομαι στενάξαι τὸν πατέρα ἡμῶν, Dem. 27, 69.

French (Bailly abrégé)

f. στενάξω, ao. ἐστέναξα, pf. inus.
Pass. seul. pf. ἐστέναγμαι;
1 intr. gémir : ἐπί τινι, τινι sur qqn ou sur qch;
2 tr. gémir sur, déplorer, acc..
Étymologie: στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενάζω [στένω] aor. ἐστέναξα, fut. στενάξω zuchten, steunen, jammeren, weeklagen, met ( ἐπί + ) dat. om, over:. ἐπ’ ἄτῃ om het onheil Soph. El. 1299. met acc. bejammeren, weeklagen om, beklagen; αἷμα bloed(verwantschap) Soph. OC 1670; παῖδας kinderen Eur. HF 249; ook met acc. v. h. inw. obj.. τί δ’ ἐστέναξας τοῦτο; waarom uitte jij dit gejammer? Eur. IT 550; σ. οἰκτρόν een jammerklacht uiten Eur. Suppl. 104.

Russian (Dvoretsky)

στενάζω: (fut. στενάξω, aor. ἐστέναξα) издавать стоны, стонать, рыдать, вопить: σ. τι (τινά) Soph., Eur., ἐπί τινι Soph. и τινί Eur. стонать (сетовать) о ком(чем)-л.; оплакивать кого(что)-л.; παιᾶνα σ. τινός Eur. горестно рыдать о ком-л.; ἀρὰς σ. τινί Eur. со стонами клясть кого-л.

Spanish

gemir

English (Strong)

from στενός; to make (intransitively, be) in straits, i.e. (by implication) to sigh, murmur, pray inaudibly: with grief, groan, grudge, sigh.

English (Thayer)

1st aorist ἐστέναξα; (στένω, akin is German stohnen (cf. stentorian; Vanicek, p. 1141; Fick Part i. 249)); to sigh, to gross: Winer's Grammar, 353 (331)); ἐν ἑαυτοῖς, within ourselves, i. e. in our souls, inwardly, κατά τίνος, R. V. murmur). (The Sept.; Tragg., Demosthenes, Plutarch, others) [ COMPARE: ἀναστενάζω, σὑν᾿στενάζω. SYNONYM: cf. κλαίω, at the end.]

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. εκβάλλω βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστενάζω
2. συνεκδ. θρηνώ, γογγύζω
αρχ.
1. αγανακτώ («μὴ στενάζετε κατ' ἀλλήλων, ἀδελφοί», ΚΔ)
2. (μτβ.) θρηνώ για κάτι («τὸν δ' ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο του στένω με κατάλ. -άζω (πρβλ. στέμβω: στεμβάζω)].

Greek Monotonic

στενάζω: μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ἐστέναξα (στένω
I. αναστενάζω συχνά, βαριαναστενάζω γενικά, αναστενάζω, βαριαναστενάζω, οδύρομαι, αγκομαχώ, γογγύζω, σε Τραγ.· τί ἐστέναξας τοῦτο; γιατί αναστενάζεις έτσι; σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., παιᾶνα στενάζω, στον ίδ.
II. μτβ., θρηνώ, πλαντάζω, γογγύζω, θρηνολογώ, ολοφύρομαι, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

στενάζω: Τραγικ.· μέλλ. -άξω Λυκόφρ. 973, (ἀνα-) Εὐρ. Ι. Τ. 656· - ἀόρ. ἐστέναξα Ἀττ. - Παθητ., πρκμ. ἐστέναγμαι Λυκόφρ. 412. Κυρίως θαμιστικὸν τοῦ στένω, ἀναστενάζω συχνάκις, βαρέως, καθόλου, στενάζω, γογγύζω, οἰμώζω, Αἰσχύλ. Πρ. 696, Πέρσ. 1046, Εὐμ. 789, Σοφ. Φιλ. 916· ἐπ’ ἄτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1299· στ. κακοῖς Εὐρ. Ἄλκ. 199, πρβλ. Φοιν. 1035· συχν. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οἰκτρόν, δεινὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 104, ἐν Μηδ. 1184· πολλά, μέγα στ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1143, ἐν Ι. Τ. 957· τί ἐστέναξας τοῦτο; διὰ τί γογγύζεις οὕτω; αὐτόθι 550· ἐντεῦθεν μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., παιᾶνα στ. ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 578, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 753· ἀρὰς τέκνοις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 334· πηλίκον τί ποτ’ ἂν στενάξειαν; Δημ. 690. 18. 2) μεταβ. ἀναστενάζω διά τι, θρηνῶ τι, πότμον Σοφ. Ἀντ. 882, πρβλ. Ο. Κ. 1672, Εὐρ. Ι. Τ. 550, κτλ.· τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1640, ἐν Βάκχ. 1028, Δημ. 835. 12.

Middle Liddell

στένω
1. to sigh often, sigh deeply, generally, to sigh, groan, moan, Trag.; τί ἐστέναξας τοῦτο; why utterdst thou this moan? Eur.; c. acc. cogn., παιᾶνα στ. Eur.
2. trans. to bemoan, bewail, Soph., etc.

Chinese

原文音譯:sten£zw 士帖那索
詞類次數:動詞(6)
原文字根:狹窄(化) 相當於: (אָנַח‎)
字義溯源:歎氣,悲傷,悲歎憂愁,埋怨,歎息;源自(στενός)*=窄)
出現次數:總共(6);可(1);羅(1);林後(2);來(1);雅(1)
譯字彙編
1) 歎息(2) 羅8:23; 林後5:4;
2) 我們⋯歎息(1) 林後5:2;
3) 埋怨(1) 雅5:9;
4) 憂愁(1) 來13:17;
5) 嘆息(1) 可7:34

Mantoulidis Etymological

Θαμιστικό τοῦ στένω (=βογγῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στέναγμα, στεναγμός, στενακτέον, στενακτός, ἀστένακτος.

Léxico de magia

gemir ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι, ἔπειτα στενάξας συριγμῷ ἀνταπόδος toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos, muge cuanto puedas y luego gime y devuelve el aire con un silbido P XIII 945