χῆρος

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῆρος Medium diacritics: χῆρος Low diacritics: χήρος Capitals: ΧΗΡΟΣ
Transliteration A: chē̂ros Transliteration B: chēros Transliteration C: chiros Beta Code: xh=ros

English (LSJ)

v. χήρα.

German (Pape)

[Seite 1354] 3, auch 2 Endgn, beraubt, entblößt, entbehrend, τινός, στελεοῦ χῆρον φάρσος Phani. 4 (VI, 297); δρυμοὶ χῆροι Antiphan. 6 (IX, 84); bes. des Gatten od. der Gattinn beraubt, verwittwe't, Wittwer, Wittwe; Hom. nur im fem., s. oben χήρα; χῆρον λέχος Ap. Rh. 3, 662; auch der Eltern beraubt, verwais't, στυγναὶ ὄψεις χήρων μελάθρων Eur. Alc. 865. – Die Wurzel ist χα'Ω, verwandt mit χῆτος u. ä., lat. careo.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 dépouillé, vide ; avec un gén. : privé ou dépouillé de;
2 particul. privé d'un parent seul. au fém. et ion. χήρη, et spécial. privée d'un mari : χήρη τινός IL privée d'un mari, veuve ; ἡ χήρα, la veuve.
Étymologie: R. Χα, s'écarter ; cf. χωρίς, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χῆρος:
1 опустевший, осиротевший (μέλαθρα Eur.; δόμος Anth.);
2 лишенный (τινος Anth.).
II ὁ вдовец Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χῆρος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χήρα ΙΙ. ΙΙ. χῆρος, ὁ, ἴδε ἐν λ. χήρα Ι. 3.

Greek Monolingual

(I)
-ήρα, -ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α
μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ.
β. «χήρα εὐνή», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»].
(II)
ο / χῆρος, ΝΜΑ
άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και παραμένει άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. χῆρος.

Greek Monotonic

χῆρος: -α, -ον,
I. βλ. χήρα II· II. χῆρος, ὁ, βλ. χήρα I.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό οὐσ. χήρα, ἀπό ρίζα χα-, ἴδια μέ τῶν λέξεων: χῆτος (=ἔλλειψη), χωρίς, χατέω (=ἔχω ἀνάγκη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χηρεύω (=στεροῦμαι), χηρεία, χήρευμα, χήρευσις, χήρειος, χηρικός, χηροσύνη, χηρόω -ῶ (=ἐρημώνω, στερῶ).