κάμμορος

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμμορος Medium diacritics: κάμμορος Low diacritics: κάμμορος Capitals: ΚΑΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kámmoros Transliteration B: kammoros Transliteration C: kammoros Beta Code: ka/mmoros

English (LSJ)

ον, Ep. for κατάμορος, subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)

German (Pape)

[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de κατά, μόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάμμορος -ον [κατά, μόρος] gebukt onder het lot, ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

κάμμορος: преследуемый злым роком, злополучный: περὶ πάντων κ. φωτῶν Hom. несчастнейший из всех людей.

Greek (Liddell-Scott)

κάμμορος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, κακόμοιρος, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.

English (Autenrieth)

(κατάμορος): ‘given over to fate,’ hence, ill-starred, hapless.

Greek Monolingual

κάμμορος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < κάτ-μορος < κατά-μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η γλώσσα του Ησύχ. κάσμορος
δύστηνος (< κάτσμορος)].

Greek Monotonic

κάμμορος: -ον, Επικ. αντί κατάμορος, υποκείμενος στην μοίρα, έρμαιος αυτής, δηλ. κακόμοιρος, κακότυχος, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: unhappy (Od., A. R.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - Aeolic for metrically unusable *κατά-μορος (through *κάτ-μορος), hypostasis from κατὰ μόρον or μόρου, who is subject to μόρος, fate. Beside it the older κάσμορος δύστηνος H., = *κάσσμορος < *κάτ-σμορος. Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 310.

Middle Liddell

κάμμορος, ον [epic for κατάμορος,]
subject to destiny, i. e. ill-fated, Od. {{FriskDe |ftr=κάμμορος: {kámmoros}
Meaning: unglücklich (Od., A. R.).
Etymology: Äolisch für das metrisch unbrauchbare *κατάμορος (über *κάτμορος), Hypostase aus κατὰ μόρον oder μόρου, [[der dem μόρος, dem Geschick unterworfen ist. Daneben das ältere κάσμορος· δύστηνος H., = *κάσσμορος aus *κάτσμορος. Bechtel Lex. s. v. mit älterer Lit., Schwyzer 310.
Page 1,773 }}