αἰγῶνυξ
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, (ὄνυξ) goat-hoofed, AP6.35 (Leon.).
Spanish (DGE)
-ῠχος de pezuñas de cabra Πάν AP 6.35 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
υχος (ὁ, ἡ)
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, ὄνυξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγῶνυξ -υχος αἴξ, ὄνυξ met geitenhoeven.
Russian (Dvoretsky)
αἰγῶνυξ: ῠχος adj. с козьими копытами, козлоногий (Πάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (ὄνυξ) ὁ ἔχων ὄνυχας αἰγός, Ἀνθ. Π. 6. 35.
Greek Monotonic
αἰγῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (αἴξ, ὄνυξ), αυτός που έχει νύχια, οπλές κατσίκας, σε Ανθ.