ψυχάριον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ψυχή, little soul Pl.R.519a, Tht.195a, M.Ant.9.34, al., Jul.Or.7.206d, Herm. in Phdr.p.192A.; ψ. εἶ βαστάζον νεκρόν Epictet. ap. M.Ant.4.41.
German (Pape)
[Seite 1403] τό, dim. von ψυχή, Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχάριον: (ᾰ) τό душонка Plat.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. ψυχάρι.
Greek Monotonic
ψῡχάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ψυχή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχάριον: [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ ψυχή, Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., ἀνδράποδον, δοῦλος, ἄψυχον κτῆμα, περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.
Middle Liddell
ψῡχᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of ψυχή, Plat.]