σκοτομήνιος
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ον, dark and moonless, νύξ Od.14.457.
German (Pape)
[Seite 905] mondfinster; νύξ, dunkle Nacht, ohne Mondlicht, Od. 14, 457.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non éclairé par la lune.
Étymologie: σκοτομήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτομήνιος -ον [σκότος, μήνη] zonder maanlicht, met verduisterde maan.
Russian (Dvoretsky)
σκοτομήνιος: безлунный, т. е. темный (νύξ Hom.).
English (Autenrieth)
(σκότος, μήν): dark from the absence of moonlight, moonless, νύξ, Od. 14.457†.
Greek Monolingual
-ον, Α
σκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο-μήνιος].
Greek Monotonic
σκοτομήνιος: -ον, σκοτεινός κι ασέληνος, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτομήνιος: -ον, σκοτεινὸς καὶ ἀσέληνος, νὺξ Ὀδ. Ξ. 457, Ἡσύχ.
Middle Liddell
σκοτομήνιος, ον, [from σκοτομήνη
dark and moonless, Od.