προφύλαξ

From LSJ
Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφῠ́λαξ Medium diacritics: προφύλαξ Low diacritics: προφύλαξ Capitals: ΠΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: prophýlax Transliteration B: prophylax Transliteration C: profylaks Beta Code: profu/lac

English (LSJ)

-ακος, ὁ, advanced guard; οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Th. 3.112, X. An. 2.4.15, etc.
officer on guard, Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. Cat. 22. epithet of Apollo, IG 12(7).419.

German (Pape)

[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
garde d'avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.

Russian (Dvoretsky)

προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.

Greek Monotonic

προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.

Middle Liddell

προφῠ́λαξ, ακος,
an advanced guard: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]