χωρίον

From LSJ
Revision as of 10:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρίον Medium diacritics: χωρίον Low diacritics: χωρίον Capitals: ΧΩΡΙΟΝ
Transliteration A: chōríon Transliteration B: chōrion Transliteration C: chorion Beta Code: xwri/on

English (LSJ)

τό, Dim. (only in form, cf. A χωρίον μέγιστον Th.2.19) of χῶρος and χώρα: 1 place, spot, district, very freq. in Prose from Hdt. down wards, e.g. 2.8,10,29, Th.2.54; also in Com., as Ar.Nu.209, etc.; never in Trag.: ἐκ τοῦ αὐτοῦ χ. from the same spot, Hdt.1.11; χωρίον ἔρημον, χωρία χαλεπὰ καὶ πετρώδη, Th.4.9; χ. ἱππάσιμα X.Cyr.1.4.14: pl., sites, οἰκίσαι χωρία Th.1.12. 2 town, ib.100, etc.; χωρίων κατάληψις Pl.Grg.455b, cf. Lys.28.7, etc. 3 landed property, estate, Th.1.106, Pl.Lg.844b, Lys.7.4, IG12.325.10; used with ἀγρός, X.HG2.4.1, etc. 4 place of business, office, D.45.33. 5 space, room, Th.1.63, etc.; especially in Geom., space enclosed by lines, area, figure, Pl.Men.82b sq., Ar.Nu.152, Euc.Dat.55, Papp.240.17: esp. rectangle, Archim.Con.Sph.2, al. 6 passage in a book, Hdt.2.117 (unless interpol.), Luc.Hist.Conscr.12, Ath.15.672a, Simp.inCael.126.4. b subject, Th.1.97: pl., topics, Lycurg.31. 7 Medic., part of the body, Hp.Fract.2, cf. Aph. 1.21 (pl.); τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος periphrasis for the gallbladder, Id.Morb.4.36.

German (Pape)

[Seite 1388] τό (der Form nach dim. von χῶρος), Raum, Platz, Stelle, jede bestimmt angegebene Oertlichkeit, Her. u. Folgde. – Von geometrischen Figuren, Plat. Menon oft. – Auch Stellen in einem Schriftsteller, Her. 2, 117, Thuc. 1, 97 u. Sp., wie Luc. de conscr. hist. 12; Ath. XV, 671 f. – Bes. fester Ort, Platz, Plat. Gorg. 455 b, und oft in den Historikern. – Auch Landgut, Thuc. 1, 106 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. emplacement, d'où
1 place, emplacement;
2 t. de géom. espace compris entre des lignes, aire, surface;
II. particul. :
1 marché;
2 place forte;
3 contrée, pays;
4 fonds de terre, domaine de campagne, champ ou jardin;
5 passage d'auteur, période d'histoire.
Étymologie: χώρα ou χῶρος.

Russian (Dvoretsky)

χωρίον: τό [demin. к χώρα и χῶρος
1 место, местность (πετρῶδες Thuc.; ἱππάσιμον Xen.);
2 область, страна, край (χ. Αἰγύπτου Her.): τὸ χωρίον Ἀττικόν Arph. территория Аттики;
3 мат. пространство, площадь, плоскость (τετράγωνον Plat.);
4 воен. укрепленный пункт (χωρία καταλαμβάνειν Lys.): τὸ ἐπίμαχον χωρίον τῆς ἀκροπόλιος Her. удобный для штурма пункт акрополя;
5 земельный участок, поместье Lys., Xen., Plat.: χωρίον ἰδιώτου Thuc. частная усадьба; οἱ τῶν χωρίων φραγμοί Plut. усадебные ограды;
6 место (в книге), отрывок (τὸ χωρίον τῆς γραφῆς Luc.): κατὰ τόδε τὸ χωρίον δῆλον, ὅτι … Her. это место ясно показывает, что …;
7 промежуток времени, период: τοῖς ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον Thuc. этот период обойден молчанием всеми (историками);
8 место на рынке, торговое помещение, палатка (τοῦ χωρίου μίσθωσις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

χωρίον: τό, ὑποκορ. (μόνον κατὰ τύπον, οἷον χωρίον μέγιστον Θουκ. 2. 19) τοῦ χῶρος καὶ τοῦ χώρα· 1) ἰδιαίτερος τόπος, θέσις, τόπος, σημεῖον, τοπικὸν διαμέρισμα, ἐπαρχία, συχνότατον παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς, π.χ. 2. 8, 10, 29, πρβλ. Θουκ. 2. 54· ὡσαύτως παρὰ τοῖς κωμ., οἷον Ἀριστοφ. Νεφ. 209, κλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς Τραγ.· - ἐκ τοῦ αὐτοῦ χ., ἐκ τοῦ αὐτοῦ σημείου, Ἡρόδ. 1. 11· χωρίον ἔρημον, χαλεπὸν καὶ πετρῶδες Θουκ. 4. 9· ἱππάσιμον Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 14· τετράγωνον Πλάτ. Μένων 82C. 2) θέσις, τόπος, μάλιστα ὀχυρὰ θέσις, ὀχύρωμα, Ἡρόδ. 1. 84, Θουκ. κλπ.· οἰκίζειν χωρία Θουκ. 1. 12, κλπ.· χωρίων κατάληψις Πλάτ. Γοργ. 455Β, πρβλ. Λυσί. 180, 7, κλπ. 3) περιουσία κτηματική, ἀγρός, κτῆμα, Θουκ. 1.106, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Λυσίας 108. 33· ἐν χρήσει μετὰ τοῦ ἀγρός, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 1, κλπ. 4) τόπος ἐργασίας, ἐργαστήριον, γραφεῖον, Δημ. 1111. 22. 5) ἐν τῇ γεωμετρίᾳ, χῶρος περιεχόμενος ἐντὸς γραμμῶν, ἡ ἐπιφάνεια σχήματος, Πλάτ. Μένων 82Β, κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 152. 6) = τόπος Ι. 4, χωρίον συγγραφέως, περικοπή, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 12, Ἀθήν. 672Α, Εὐστ. κλπ.· (παρ’ Ἡροδ. 2. 117, ἡ φράσις καὶ τόδε τὸ χωρίον φαίνεται ὡς γλώσσημα, ἴδε Valck. ἐν τόπῳ)· - μέρος, ἐποχὴ ἢ περίοδος τῆς ἱστορίας, Θουκ. 1. 97.

English (Strong)

diminutive of χώρα; a spot or plot of ground: field, land, parcel of ground, place, possession.

English (Thayer)

χωρίου, τό (diminutive of χῶρος; or χώρα), from Herodotus down;
1. a space, a place; a region, district.
2. a piece of ground, a field, land (Thucydides, Xenophon, Plato, others): A. V. parcel of ground); lands); a farm, estate: plural τόπος, at the end.)

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. χωρίο.

Greek Monotonic

χωρίον: τό, υποκορ. των χῶρος και χώρα·
1. συγκεκριμένο μέρος, θέση, τόπος, σημείο, τοπικό διαμέρισμα, επαρχία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐκ τοῦ αὐτοῦ χωρίου, από το ίδιο σημείο, σε Ηρόδ.
2. θέση, τόπος, ιδίως, οχυή θέση, οχύρωμα, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
3. κτηματική περιουσία, κτήμα, σε Θουκ., Ξεν.
4. τόπος εργασίας, εργαστήριο, σε Δημ.
5. στη Γεωμετρία, χώρος περιεχόμενος εντός γραμμών, σε Αριστοφ., Πλάτ.
6. = τόπος, I. 3, χωρίο, σημείο σε βιβλίο, περικοπή, σε Λουκ.· εποχή ή ιστορική περίοδος, σε Θουκ.

Middle Liddell

χωρίον, ου, τό, [Dim. of χῶρος and χώρα diminutive only in form
1. a particular place, a place, spot, district, Hdt., Thuc., etc.; ἐκ τοῦ αὐτοῦ χ. this same spot, Hdt.
2. a place, post, esp. a fortified post, Hdt., Thuc., etc.
3. landed property, an estate, Thuc., Xen.
4. a place of business, office, Dem.
5. in Geometry, a space enclosed by lines, Ar., Plat.
6. = τόπος I. 3, a place, passage in a book, Luc.: a part or period of history, Thuc.

Chinese

原文音譯:cwr⋯on 何里按
詞類次數:名詞(10)
原文字根:地方(小型)
字義溯源:小塊土地,地方,田,地,田地,園地,田產;源自(χώρα)=地方),而 (χώρα)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開)。參讀 (ἀγρός) (κατάσχεσις)同義字
出現次數:總共(10);太(1);可(1);約(1);徒(7)
譯字彙編
1) 田(2) 徒1:19; 徒1:19;
2) 一個地方(2) 太26:36; 可14:32;
3) 田地(2) 徒5:3; 徒5:8;
4) 田產(2) 徒4:34; 徒28:7;
5) 一塊田(1) 徒1:18;
6) 地(1) 約4:5

English (Woodhouse)

place, town, fortified place, military position, military station, private estate, small estate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)