ἐκροή
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ἡ, (ἐκρέω) = ἔκροος I, Pherecyd.Syr.7, Pl.Grg.494b (pl.), Jul.Or.2.64d. II = ἔκροος II, Hp.Epid.2.1.7(pl.), Arist.Mete.356a10, Pl.Phd.112d, al.; περὶ τὰς ἐκροάς the places of efflux, in the human body, Arist.PA688b28.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): -ά CID 2.43.63 (IV a.C.)
I 1derrame, descarga, salida de fluidos, Pl.Grg.494b, Lg.761b, 844c, Thphr.HP 9.2.6, Fr.159, Aristid.Or.36.7, 11, Steph.in Gal.Glauc.188, del semen, Pl.Ti.91b, Pherecyd.Syr.B 7
•tb. del aire espiración, exhalación ὁ πνεύμων χρῆται πρὸς τὴν τοῦ πνεύματος ἐκροήν τοῦ πνεύματος Poll.2.219.
2 caudal, corriente, curso τῶν ποταμῶν Arist.Mu.399a27, cf. Mete.356a10, Iul.Or.3.64d, τῶν ὑδάτων D.S.11.25
•chorro de agua, Aen.Gaz.Ep.25.
II concr.
1 boca de salida de una corriente de agua πάντα δὲ ὑποκάτω εἰσρεῖ τῆς ἐκροῆς todas (las corrientes) desembocan por debajo del punto en que emergen Pl.Phd.112d, ref. la desembocadura de ríos Placit.4.1.1, D.C.39.61.1, Epit.Xiph.14.1, de un lago, D.C.Epit.7.20.7.
2 conducto, vía de evacuación de los humores corporales, Hp.Epid.2.1.7
•orificio de salida en el cuerpo de los mamíferos, Arist.PA 688b28.
3 desagüe, conducto de evacuación τῶν κρηνῶν εἰς τὸ ἕλος ἐ. CID l.c.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, der Ausfluß, wie ἔκροος, Plat. Gorg. 494 b; Arist. mund. 6 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 écoulement;
2 cours, courant (d'un fleuve).
Étymologie: ἐκρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκροή: ἡ Plat., Arst. = ἔκροος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκροή: ἡ, (ἐκρέω) = ἔκροος Ι, Πλάτ. Γοργ. 494C. κ. ἀλλ. ΙΙ. = ἔκροος ΙΙ, Ἱππ. 1004Η, Πλάτ. Φαίδων 112D, κ. ἀλλ.· περὶ τὰς ἐκροάς, τὰ μέρη ἔνθα γίνονται αἱ ἐκροαὶ ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 42.
Greek Monolingual
η (AM ἐκροή)
έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών της βροχής»)
αρχ.
1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος
2. συνεκδ. τα μέρη του σώματος απ' όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους).
Greek Monotonic
ἐκροή: ἡ (ἐκρέω), = ἔκροος, σε Πλάτ.· ροή, απορροή, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐκροή, ἡ, ἐκρέω
I. = ἔροος, Plat.
II. an issue, Plat.