γηράς
From LSJ
English (LSJ)
v. γηράσκω.
Spanish (DGE)
v. γηράσκω.
French (Bailly abrégé)
v. γηράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηράς ptc. aor. act. van γηράσκω, γηράω.
German (Pape)
Il. 17.197, aor. zu γηράσκω.
Russian (Dvoretsky)
γηράς: part. aor. к γηράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
English (Autenrieth)
see γηράσκω.
Greek Monotonic
γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.