διανύω
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
(also διανύτω S.Ichn.64, X.Mem.2.4.7) [ῠ], pf. -ήνυκα Plb.4.11.7:—bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθα διανύω = finish a journey, h.Cer.380, cf. h.Ap.108; δίαυλον E.El.825; τὸ ἑξῆς τῆς ὁδοῦ X. l.c.; τὸν πλοῦν ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7; πόνους Vett.Val. 330.9; τὰ προσήκοντα POxy.1469.4 (iii A.D.): c. acc.loci, πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας = having finished one's course over the sea, Hes.Op.635; πλεῖον διανύω = traverse, of a point moving along a line, Arist.LI968a25, cf. Archim.Sph.Cyl.Praef., al.; τόπους Plb.4.11.7: abs., διανύω εἰς τὰς ὑπερβολάς = arrive at a place, Id.3.53.9:—Pass., ὁδὸς διηνυσμένη ib.63.7: aor. inf. διανυσθῆναι Hsch.: c. part., finish doing a thing, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Od.17.517; but πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν = continued giving... E.Or.1663: abs., live, Vett. Val.58.17.
Spanish (DGE)
A tr.
I llevar a cabo, a término, terminar, acabar c. part. pred. οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων no acabó de contar su desgracia, Od.17.517, ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα ... διήνυσεν E.Or.1663, c. ac. πόνους Vett.Val.317.6, τὰ προσήκοντα POxy.1469.4 (III d.C.), διανύσας τὴν σπουδήν poniendo fin a la discusión Philostr.VA 5.37, πολλοὺς ἀγῶνας Orác. en IAs.Min.N.S.45.9 (Aspendos II d.C.)
•llevar a término, cumplir τὴν προσευχήν Aristaenet.2.2.16, cf. 1.27.41, πάντα τὰ ... ἐπιτάγματα PSI 804.8 (IV d.C.), cf. PYoutie 66.28 (III d.C.), Hld.1.16.1, δ. φόρους llevar a término los impuestos, e.e., recaudar los impuestos Iust.Nou.161.1
•como falsa etim. de Διόνυσος el que lleva cada cosa a término Artem.2.37.
II c. ac. de espacio y tiempo
1 recorrer hasta el otro lado, hasta el final c. ac. de espacio: de extensiones acuáticas πᾶν τὸ μεσηγύ de Iris h.Ap.108, Ἑλλήσποντον A.R.1.935, cf. X.Eph.1.11.5, Q.S.6.113, 7.397, χείρεσσι διήνυεν ἁλμυρὰ βένθη con los brazos recorrió, e.d. nadó, los abismos salados Q.S.14.549
•διανύειν τὸν πλοῦν hacer la travesía εἰς Σάμον X.Eph.1.11.2, cf. 14.6, ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7, cf. Ach.Tat.5.17.1, διανύσαι τὸν ἑξῆς πλοῦν continuar la navegación hasta el final, e.d. llevar a cabo la circunnavegación de África, Posidon.49.277
•de extensiones terrestres χώραν Plb.3.86.9, πεδίον Plb.4.12.4, τόπους Plb.4.11.7, τὰ πέρα Vit.Aesop.G 20, esp. caminos κέλευθα h.Cer.380, ὁδόν Str.15.2.10, cf. D.S.11.21, Luc.Rh.Pr.9, Aesop.184, X.Eph.3.1.3, Q.S.10.446, δισσοὺς διαύλους ... διήνυσεν recorrió dos veces la pista de la carrera, E.El.825, cf. Plot.6.1.16, fig. τὴν πρὸς σὲ ὁδόν A.Io.114.10
•recorrer un espacio ἐν τῷ ἴσῳ χρόνῳ πλεῖον διανύει de un móvil, Arist.LI 986a26, cf. Archim.Sph.Cyl.praef., τὸ τέταρτον αὐτοῦ μέρος (τοῦ κύκλου) Gal.9.911, κίνησις ... τὸ πᾶν διανύουσα Plu.2.1083a, en v. pas. ὁδόν τε οὔπω πολλὴν διηνύσθαι αὐτοῖς X.Cyr.1.4.28, cf. Plb.3.63.7, D.S.20.6, Hsch.s.u. διανυσθῆναι.
2 c. ac. temp. recorrer, pasar, cumplir ἕνδεχ' ἕτη διήνυσε Μοιρῶν ἐνιαυτούς ISmyrna 522.(b).7 (II/I a.C.), cf. AP 7.224, 600 (Iul.Aegypt.), ἡμέρας D.S.14.29, βίον ... διανύσαι pasar la vida I.AI 4.135, τὸν πολὺν χρόνον Vett.Val.78.10, cf. 57.12
•en v. med. mismo sent. πεντάκι πέντε ... ἐνιαυτούς GVI 1170.8 (Frigia IV d.C.).
B intr. hacer el camino, viajar, llegar c. giros prep. indic. direcc. διανύσας εἰς τὰς ὑπερβολάς habiendo llegado (Aníbal) a las cimas (de los Alpes), Plb.3.53.9, εἰς Ἀντιόχειαν Plb.5.51.1, cf. D.H.1.51, ἐπὶ τὸ προκείμενον Plb.5.80.3, cf. 2.54.6, D.S.17.49, ἕως Γαμάργων τῆς Μηδίας D.S.19.32, ἐκ τῶν Καφυῶν Plb.4.70.5, ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας ἐπαρχίας D.S.19.95, cf. 1Ep.Clem.25.3, c. instrum. ποσί Plot.1.6.8, abs. Plot.4.4.8, fig. οἱ ... ἐν σκότει διανύοντες τῆς δαιμονιώδους πλάνης los que caminan en la oscuridad a través del extravío diabólico Ammon.Io.636.
German (Pape)
[Seite 593] (s. ἀνύω) ganz vollenden, zu Ende bringen. Hom. Odyss. 17, 517 ἀλλ' οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, aber noch erzählte er seine unglücklichen Schicksale nicht zu Ende. Vgl. ἀπανύω und ἐξανύω. – Folgende bes. ὁδόν, κέλευθον, H. h. Cer. 380 Ap. 108; Xen. Cyr. 1, 4, 28; πολὺν δια πόντον ἀνύσσας, Hes. O. 633, die Fahrt über das Meer vollenden; διαύλους ἱππίους Eur. El. 825; χώραν, durchwandern, Pol. 3, 86, 9; auch ohne Zusatz, hinkommen, ἐς τὰς ὑπερβολάς, πρὸς τὴν πόλιν, 3, 53, 9. 2, 54, 9. Aehnl. Eur. Or. 1663 ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ' ἀεὶ διήνυσεν.
French (Bailly abrégé)
ao. διήνυσα, etc.
achever, mener à terme (un voyage) ; avec un part. achever de : οὔ πω διήνυσεν ἀγορεύων OD il n'a pas encore fini de raconter.
Étymologie: διά, ἀνύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-ανύω en διανύτω voltooien, beëindigen:. οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων hij was nog niet klaar met te vertellen over zijn ellende Od. 17.517; δ. ὁδὸν de reis Xen. Cyr. 4.2.15; δ. τὸν πλοῦν de zeereis NT Act. Ap. 21.7. met ptc.: οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων hij was nog niet klaar met te vertellen over zijn ellende Od. 17.517; ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ᾽ ἀεὶ διήνυσεν die nu klaar is met jou helemaal tot nu toe aan ontelbare problemen bloot te stellen Eur. Or. 1663.
Russian (Dvoretsky)
διανύω: и διανύτω
1 завершать, доводить до конца, проходить (μακρὰ κέλευθα HH; δισσοὺς διαύλους Eur.; ὁδὸν πολλήν Xen.; τὸ θᾶττον ἐν ἴσῳ χρόνῳ Arst.; χώραν Polyb.): πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας Hes. проделав длинный морской путь; οὔπω διήνυσεν ἀγορεύων Hom. он еще не закончил (своего) рассказа; ἃ οἱ πόδες διανύτουσι Xen. работа ног, т. е. ходьба; ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ᾽ ἀεὶ διήνυσε Eur. которая до сих пор не переставала причинять тебе множество хлопот;
2 приходить, доходить, добираться (εἰς τὰς ὑπερβολάς и πρὸς τὴν πόλιν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διανύω: μεταγεν. ὡσαύτως διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· (ἀνύω)· - φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - ἐντεῦθεν ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., διέρχομαι μεγαλείτερον διάστημα, Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, φθάνω εἴς τι μέρος, Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. ἀνύω Ι. 3· - μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· ἀλλά, πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663.
English (Autenrieth)
aor. διήνυσεν: finish, Od. 21.517†.
English (Strong)
from διά and anuo (to effect); to accomplish thoroughly: finish.
English (Thayer)
1st aorist participle διανυσας; to accomplish fully, bring quite to an end, finish: τόν πλοῦν, Homer down.) (Cf. Field, Otium Norv. iii., p. 85f.)
Greek Monolingual
(Α διανύω και διανύτω) ανύω
1. περατώνω, τελειώνω, συμπληρώνω
2. κατορθώνω, επιτελώ
3. διαπερνώ, διατρέχω και φθάνω στο τέρμα
4. περνώ, διατρέχω χρονικό διάστημα («διανύει το 35ο έτος της ηλικίας του»)
αρχ.
σταματώ να κάνω κάτι.
Greek Monotonic
διανύω: έπειτα -ανύτω [ῠ], μέλ. -ανύσω [ῠ]· φέρνω εις πέρας, τελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω, κέλευθον, ὁδόν, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· από όπου (το ὁδόν παραλείπεται), διὰ πόντον ἀνύσσας, έχοντας ολοκληρώσει το ταξίδι του στη θάλασσα, σε Ησίοδ.· με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Middle Liddell
later -ανύτω fut. -ανύσω
to bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθον, ὁδόν h. Hom., etc.;—hence (ὁδόν omitted), διὰ πόντον ἀνύσσας having finished one's course over the sea, Hes.:—c. part. to finish doing a thing, Od., Eur.
Chinese
原文音譯:dianÚw 笛-阿匿哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-結束
字義溯源:徹底的完成,全部,完成,行盡;由(διά)*=經過)與(ἀνυπότακτος)X*=結果)組成。參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 行盡了(1) 徒21:7
Mantoulidis Etymological
(=τελειώνω, τερματίζω). Σύνθετο ἀπό τό διά + ἀνύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀνύω.