ἀποτρίβω
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
[ῑ], fut. -ψω, strengthened for τρίβω, A wear out, πολλά οἱ . . σφέλα . . πλευραὶ ἀποτρίψουσι his ribs will wear out many a footstool (thrown at him), Od.17.232. II rub clean, ἀ. ἵππον rub down a horse, X.Eq.6.2:—Med., ἀ. τὸ αἰδοῖον Plu.2.1044b. III rub off, ἰόν Theoc.16.17: metaph., πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Id.24.133:—Pass., to be rubbed off, Arist. Col.793a25:—Med., get rid of, ἀδοξίαν D.1.11; ἐγκλήματα Aeschin. 1.179; τὸ πάθος Arist.EN1105a2; διαβολάς D.S.17.5; τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον, Plb.3.8.10, 10.14.1; τοὺς πελάζοντας ἀ. brush them away, Id.3.102.5; τὴν ἄνθρωπον Plu.Mar.40; quartanam Cic.Att.7.5.5; λιμὸν τῆς γαστρός Plu.2.1044b; decline, reject, ἡμέραν Inscr.Prien. 27.17; τὴν πεῖραν Plu.Thes.26; δεήσεις Id.Brut.17; τὰ διδόμενα OGI 315.82 (Pessinus, ii B.C.). 2 in Pass., ὥστε μηδὲν ἀπ' αὐτῆς ἀποτρῐβῆναι, = ne quid detrimenti resp. caperet, D.C.40.49, etc.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [inf. aor. ἀποτριβῆναι D.C.40.49.5, etc.]
I en v. act., de cosas desgastar, deteriorar, destrozar πολλὰ ... σφέλα ... πλευραὶ ἀποτρίψουσι sus costillas quebrarán muchos taburetes (al arrojárselos) Od.17.232, ἀπέτριψεν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ destrozó su cabeza LXX Id.5.26
•en v. pas. ἀποτετριμμένον χρυσίον oro desgastado, PCair.Zen.21.29 (III a.C.), como trad. de la fórmula romana ne quid detrimenti respublica caperet ὥστε μηδέν ἀπ' αὐτῆς ἀποτριβῆναι D.C.l.c., tb. en v. med. ἀπότριψαι τὸν μόσχρν σου destroza tu becerro c. alusión a la idolatría (cf. II), LXX Os.8.5.
II de anim. y pers.
1 de anim. y partes del cuerpo no sexuales frotar, restregar de caballos, abs. almohazar X.Eq.6.2
•en v. med. intr. frotarse para limpiarse o darse masaje, Clem.Al.Paed.3.2.6
•c. ac. τὰς γλώττας καὶ ... τὰς ἀκοάς Thdt.M.83.340A, en v. med. mismo sent. fig. ἀποτριψάμενος τὸ μέτωπον ἐν ἀναισχυντίᾳ habiendo refrotado su cara en la desvergüenza Epiph.Const.Haer.7.6.2.4
•de partes sexuales frotar, masturbar ταἰδοῖον ἀποτρίψας Macho 181, en v. med. mismo sent. τὸ αἰδοῖον de Diógenes el Cínico, Chrysipp.Stoic.3.177
•abs. masturbarse ἀποτρίβεσθαι φανερῶς de Diógenes, Phld.Sto.18.9, cf. Ath.158f
•de cosas restregar, raspar ἰόν quitar el orín Theoc.16.17, ἀποτρίψαι ... τὸ προκεκαυμένον raspar la costra quemada Dieuch.15.21
•de semillas quitar la cascara, mondar (ἕρπυλλον) Thphr.HP 6.7.2, τὰς κριθάς PCair.Zen.129.15 (III a.C.), en v. pas. ὁ ἀποτριβόμενος ἀπ' αὐτῶν χνοῦς el polvillo resultante de pulir las piedras Arist.Col.793a26.
2 de pers., en v. act. eliminar, evacuar τὰ τούτων (sc. τὸ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖον) Iust.Phil.Ep.Zen.et Ser.M.6.1196B, abs. en v. med. evacuar, hacer las necesidades Clem.Al.Paed.2.3.39
•en v. med. c. ac. de pers. quitarse de encima, rechazar, zafarse de τοὺς πελάζοντας Plb.3.102.5, τὰς δὲ φρουρὰς ἀπετρίψαντο, τὴν δ' αὐτονομίαν ... παρέλαβον D.S.15.5, τὴν ἄνθρωπον Plu.Mar.40
•abs. zafarse τρέφειν καὶ ἱματίζειν αὐτὴν [κα] ὶ μὴ ἀποτρείψασθαι ἐ[ντὸ] ς τούτου alimentarla y vestirla y no zafarse durante ese tiempo, BGU 1126.22 (I d.C.), cf. 1208.23 (I a.C.) (bis), Stud.Pal.8.1121ue., IPr.27.17 (II a.C.).
III de abstr.
1 en v. act. borrar, eliminar πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα antes que la vejez borre la juventud Theoc.24.133, ταύταν (φάμαν) Teles 7 p.44.7, 10, quartanam Cic.Att.128.5.
2 en v. med. de abstr. valorados negativamente eliminar, quitarse de encima λιμὸν ... τῆς γαστρός Diog.147 (c. juego de palabras en el sent. II 1), ἀδοξίαν D.1.11, ἐγκλήματα Aeschin.1.179, διαβολάς D.S.17.5, τὸν κίνδυνον Plb.10.14.1, τὸν ἐπιφερόμενον πόλεμρν Plb.3.8.10, τὴν κολακείαν I.AI 19.346, τὸν αὐχμόν Philostr.VS 567
•gram. eliminar, borrar τὸ ἀμφίβολον A.D.Synt.262.8, 96.4.
3 en v. med. de abstr. no valorados negativamente quitarse de encima, rechazar διὸ χαλεπὸν ἀποτρίψεσθαι τοῦτο τὸ πάθος por eso es difícil rechazar ese sentimiento (el placer), Arist.EN 1105a2, cf. Plot.4.7.10, τά τε διδόμενα ... ἀποτρίβεσθαι OGI 315.82 (Pesinunte II a.C.), νόμιμά σου LXX Mi.7.11, τὰς δεήσεις Plu.Brut.17, τὸ δὲ ᾄδειν ἀποτρίβεσθαι rechazar el canto, negarse a cantar Ath.626c.
German (Pape)
[Seite 332] abreiben, abnutzen, Od. 17, 232; ἵππον, ein Pferd striegeln, Xen. Equ. 6, 2; π ρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Theocr. 24, 131. – Med., von sich abwischen, abweisen, ἀδοξίαν Dem. 1, 11; τὸ πρᾶγμα ὅλον ἀποτρίψασθαι ἐπιχειρήσει Aesch. 1, 120; τοὺς πελάζοντας Pol. 3, 102. 5, u. öfter; quartanam Cic. Att. 7. 5; πεῖραν Plut. Thes. 26; δεήσεις Brut. 17; τὸ αἰδοῖον Stoic. rep. 21.
French (Bailly abrégé)
user par le frottement;
Moy. ἀποτρίβομαι fig. se purifier, se débarrasser (d'une accusation, d'un danger, etc.), acc..
Étymologie: ἀπό, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτρίβω: (ῑ)
1 вытирать, чистить (ἵππον Xen.);
2 med. счищать с себя, перен. снимать с себя, отводить или отклонять от себя (ἀδοξίαν Dem.; ἐγκλήματα Aeschin.; κίνδυνον Polyb.; τὴν μοχθηρίαν Plut.), отгонять прочь (τοὺς πελάζοντας Polyb.) или отвергать (τὰς φαύλας ἀξιώσεις Plut.);
3 стирать, изнашивать, приводить в негодность: σφέλαπλευραὶ ἀποτρίψουσι Hom. скамейками обломают ему бока, досл. бока (его) изотрут (бросаемые в него) скамейки; πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Theocr. прежде чем юность не будет уничтожена старостью, т. е. пока он молод.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρίβω: [ῑ]: μέλλ. -ψω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίβω, συντρίβω, κατασυντρίβω, πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων πλευραὶ ἀποτρίψουσι, «ἀποτρίψουσιν αἱ τοῦ ξένου πλευραὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 232, ― κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. ἐν τῷ Σχολ., ὑπερβολικῶς, ἀντὶ πολλὰ σφέλα οἱ πλευρὰς ἀποτρίψει, ὡς εἴ τις ἔλεγε πολλὰς μάστιγας κατέτριψε τὸ νῶτον τοῦδε, ἀντὶ τὸ νῶτον κατέτριψαν πολλαὶ μάστιγες. ΙΙ. καθαρίζω, διὰ τριβῆς, «ξυστρίζω», ἀποτρίβειν ἵππον Ξεν. Ἱππ. 6. 2. ΙΙΙ. φθείρω, ἐξαφανίζω, πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότατα Θεόκρ. 24. 131, πρβλ. 16. 17: ― Μέσ. ῥίπτω τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἐξαλείφω, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀδοξίαν Δημ. 12. 19· ἐγκλήματα Αἰσχίν. 25. 29· τὸ πάθος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 8· διαβολὰς Διόδ. 17. 5· τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον Πολύβ. 3. 8, 10., 10. 14, 1· τοὺς πελάζοντας ἀπ., ἀποδιώκω, ὁ αὐτ. 3. 102, 5: ― ὡσαύτως, ἀπορρίπτω, τὴν μὲν πεῖραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι Πλουτ. Θησ. 26. 2) ἐν τῷ παθ., ὥστε μηδὲν ἀπ’ ἀυτῆς ἀποτριβῆναι, πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. ne quid detrimenti caperet resp., Δίων Κ. 40. 49, κτλ.
English (Autenrieth)
only fut., σφέλᾶ ἀποτρίψουσι πλευρά (v.l. πλευραί, the converse of the same idea), ‘shall rub off,’ ‘polish off;’ cf. ‘rub down with an oaken towel,’ Od. 17.232†.
Greek Monolingual
(Α ἀποτρίβω)
1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή
2. καθαρίζω τρίβοντας
νεοελλ.
1. τελειώνω το τρίψιμο
2. κάνω εντριβές
3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη
αρχ.
Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω
II. (-ομαι)
1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι
2. αποκρούω, δεν δέχομαι.
Greek Monotonic
ἀποτρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, επιτετ. του τρίβω,
I. συντρίβω, κατασυντρίβω, σε Ομήρ. Οδ.
II. καθαρίζω τρίβοντας, αποξέοντας, σε Θεόκρ. — Μέσ., απαλλάσσομαι από κάτι, το εξαλείφω, σε Δημ., Αισχίν.· αρνούμαι, αποποιούμαι, απορρίπτω, τὴν πεῖραν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to wear out, Od.
II. to rub clean, to rub down a horse, Xen.
III. to rub off, Theocr.:—Mid. to get rid of, Dem., Aeschin.: to decline, reject, τὴν πεῖραν Plut.