ἀνέγκλητος
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ον,
A without reproach, blameless, X.HG6.1.13, D.Ep.2.14; διαφυλάττειν τοὺς πολίτας ἀ. Arist.Rh.1360a16; ἀ. ἑαυτὸν παρέχειν IG22.1271, cf. CIG2270.7 (Delos). Adv. ἀνεγκλήτως D.17.2, SIG436. 6 (Delph., iii B. C.), PIand.33.14 (ii A. D.).
II giving no ground for dispute, ἀ. τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι Pl.Lg.737a. Adv. ἀνεγκλήτως, ἔχειν Arist.Pol.1321b22.
III Act. in Adv. ἀνεγκλήτως = uncomplainingly, Plu.2.102e.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. y abstr. o colectivos personales irreprochable, íntegro X.HG 6.1.13, Mem.2.8.5, ἀ. ἐμαυτὸν ... παρέχειν Isoc.15.97, ἀνεγκλήτους τοὺς πολίτας Arist.Rh.1360a16, (γυνή) ἀ. οὖσα PGrenf.1.21.18 (II a.C.), cf. IG 22.1271.8 (III a.C.), ἀ. τὴν πόλιν ... παρέσχεν Isoc.15.127, ἡ νομικὴ (φιλία) ἀ. Arist.EE 1243a6, cf. D.Ep.2.14, I.AI 10.281
•c. gen. de abstr. τῆς φιλοσόφου ἀνέγκλητον μοίρας (ἐμαυτόν) παρέσχον me presenté irreprochable en mi cometido de filósofo Pl.Ep.329b
•tb. c. ἐπί: ἀ. ἐπὶ τοῖς νεωτερισμοῖς I.AI 17.289
•c. dat. de pers. ἀνέγκλητός σοι ὤν careciendo de reproches ante ti, PSI 541.6 (III a.C.).
2 jur., de pers. no sujeto a reclamación legal ἡ ὁμολογοῦσα ἀ. ἔστῳ (sic) SB 7619.22 (I d.C.).
3 de cosas que no da motivo de disputas ἀνεγκλήτους γὰρ δεῖ τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι Pl.Lg.737a.
II adv. ἀνεγκλήτως
1 sin recibir reproche ἀ. ... χρῆσθε τῷ συμφέροντι D.17.2, cf. SIG 436.6 (Delfos III a.C.), PIand.33.14 (II d.C.), ἀνεγκλήτως εἰσμετρεῖν = honradamente, PEnteux.47.re.3 (II d.C.).
2 sin dar motivo de litigio ὅπως ἀνεγκλήτως ἔχωσιν Arist.Pol.1321b22, cf. PMasp.97.29 (VI d.C.).
3 sin hacer reproche τῇ διανομῇ τῶν πραγμάτων ἀνεγκλήτως ... ἕπεσθαι Plu.2.102e.
German (Pape)
[Seite 219] nicht beschuldigt, unbescholten, Plat. Legg. V, 737 a; vgl. Xen. Hell. 6, 1, 4 Mem. 2, 8, 5. – Adv., ἀνεγκλήτως χρῆσθε τῷ συμφέροντι Dem. 17, 2; ἔχειν Arist. pol. 6, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἔγκλητος.
French (New Testament)
indicible
Russian (Dvoretsky)
ἀνέγκλητος: безукоризненный, безупречный Xen., Plat., Arst., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγκλητος: -ον, ὁ μὴ ἐγκαλούμενος, μὴ κατηγορούμενος, ὁ ἄνευ μομφῆς, ἄμεμπτος, Ξεν. Ἀπομ. 6. 1, 13, Δημ. 1470. 22· ἀνεγκλήτους... τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι, ἄνευ ἀφορμῶν εἰς παράπονα. Πλάτ. Νόμ. 737Α· διαφυλάττειν τινὰς ἀν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 11· ἀν. ἑαυτὸν παρέχεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 7. - Ἐπίρρ. -τως Δημ. 212. 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, κτλ. ἀν. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 4.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐγκαλέω; unaccused, i.e. (by implication) irreproachable: blameless.
English (Thayer)
ἀνέγκλητον (alpha privative and ἐγκαλέω, which see), that cannot be called to account, unreprovable, unaccused, blameless: Xenophon, Plato, Demosthenes, Aristotle, others) (Cf. Trench, § ciii.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέγκλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος
νεοελλ.
(για πράξη) μη αξιόποινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»].
Greek Monotonic
ἀνέγκλητος: -ον (ἐγκαλέω), μη εγκαλούμενος, μη κατηγορούμενος, ο άνευ μομφής, άμεμπτος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐγκαλέω
not accused, without reproach, void of offence, Xen., etc.:—adv. -τως, Dem.
Chinese
原文音譯:¢nšgklhtoj 安-恩格-克累拖士
詞類次數:動詞(5)
原文字根:不-在內-召(的)
字義溯源:無可指責,無可責備,不受控告;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐγκαλέω)=要求)組成;而 (ἐγκαλέω)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(καλέω)=召)組成,其中 (καλέω)出自(κελεύω)=激勵,邀請), (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)
出現次數:總共(5);林前(1);西(1);提前(1);多(2)
譯字彙編:
1) 無可指責的(2) 多1:6; 多1:7;
2) 無可指責(1) 提前3:10;
3) 無可責備的(1) 西1:22;
4) 無可責備(1) 林前1:8