ἄγος

From LSJ
Revision as of 12:01, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγος Medium diacritics: ἄγος Low diacritics: άγος Capitals: ΑΓΟΣ
Transliteration A: ágos Transliteration B: agos Transliteration C: agos Beta Code: a)/gos

English (LSJ)

(A), [ᾰ], εος, τό, A any matter of religious awe: 1 pollution, guilt, ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Hdt.6.56; ἄγος ἐκθύσασθαι 6.91; ἄγος… κεκτήσεται θεῶν A.Th.1022; ἄγος αἱμάτων ἀρέσθαι Id.Eu.168, cf. AP 7.268 (Plato); ἄγος φυλάσσεσθαι A.Supp.375; φεύγειν S.Ant.256; ὅθεν τὸ ἄγος συνέβη τοῖς Συβαρίταις Arist.Pol.1303a30; ἄγος ἀφοσιώσασθαι Plu.Cam.18: in concrete sense, the person or thing accursed, S.OT 1426; ἄγος ἐλαύνειν = ἀγηλατεῖν, Th.1.126. 2 expiation, sacrifice, S.Ant.775, Fr.689, prob. so in A.Ch.155. 3 ἄγεα· τεμένεα, and ἀγέεσσι· τεμένεσι, Hsch.; ἄγη· τὰ μυστήρια, AB212. (ἅγος (τὸ καθαρόν, σέβασμα) postulated by Gramm. (cf. ἅγιος ἐκ τοῦ ἅγος γέγονεν Et.Gud.) is not found, unless ἄγος 3 be a dialectic form.)
(B), εος, τό, (ἄγνυμι) A fragment, Hsch., EM418.2.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Alolema(s): ἅγος S.Fr.10g.10.2 (pap.), SEG 34.989 (Sicilia I/II d.C.), Et.Gud.s.u. ἅγιος, Eust.647.34, 1356.61
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [nom.-ac. plu. panf. hάιι(α) IPamph.3.13 (Silion IV a.C.)]
I 1persona que tiene en sí mancha religiosa, sacrílego, ἄγει Βουπάλῳ al sacrílego Búpalo Hippon.19 (cj., pero v. ἁγής 2), τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι de Edipo, S.OT 1426, ἄγος ἐλαύνειν Th.1.126.
2 mancha religiosa, sacrilegio, pecado, crimen que se abate sobre una comunidad ἄ. μὲν εἴη τοῖς ἐμοὶ παλιγκότοις ojalá caiga la mancha sobre mis enemigos A.Supp.376, ἄγος σφι ἐγένετο Hdt.6.91, ὅθεν τὸ ἄγος συνέβη τοῖς Συβαρίταις Arist.Pol.1303a30, ἄγος φεύγοντος S.Ant.256, κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι, φορβῆς τοσοῦτον ὡς ἄγος μόνον προσθείς la encerraré en una cueva pétrea dejándole alimento sólo para (evitar) el sacrilegio (Creonte de Antígona), S.Ant.775, ἄ. ἀφοσιώσασθαι Plu.Cam.18, cf. dud. IPamph.l.c., en una maldición contra los ladrones de tumbas IChS 311.2 (IV a.C.), ἐν τῷ ἄγει ἐνέχεσθαι ser considerado sacrílego Hdt.6.56, ἱερός τε ᾖ καὶ ἐν τῷ ἄγει ἐνέχηται sea execrado y tenido en el pecado D.C.44.5.3, D.C.Epit.7.15.5, τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ τοσούτοις ἄγεσι καταγέμοντα I.BI 4.163
c. gen. ἄ. κεκτήσεται θεῶν πατρῴων A.Th.1017
c. gen. de cosa ἄγος ἀπεύχετον κεχυμένων χοᾶν negáos al sacrilegio de las ofrendas vertidas (por ser de Clitemestra), A.Ch.155, αἱμάτων βλοσυρὸν ἀρόμενον ἄγος ἔχειν A.Eu.168, τόσσον ἄ. τόσσου κέρδεος ἀράμενος Pl.Epigr.29.
3 impiedad μεταλαγχάνουσι ... τοῦ ἄγους τούτου καὶ γυναῖκες αὐτοῖς Procop.Pers.1.24.6.
II 1conjuro, expiación de una posible mancha religiosa, S.Fr.689, cf. S.Fr.10g.10.2, Hsch.s.u. ἄγος, ἁγέων, Phot.p.22R., EM α 155, Eust.1356.60, quizá S.Ant.256, cf. I 1
prob. sacrificio de expiación, SEG 34.989 (Sicilia I/II d.C.).
2 ἄγη· τὰ μυστήρια AB 212.
3 recinto sagrado Hsch.s.u. ἄγεα, ἀγέεσσι, ἁγέων.
4 temor religioso, temor a los dioses ὅρκοις τε ἄγει τε πεποίθαμεν confiamos en sus (de las mujeres) juramentos y temor a los dioses, AP 10.56 (Pall.).
III lo que es valioso o digno de reverencia ἄ.· τιμιώτατον Hsch., λέγεται δὲ ἄγος καὶ τὸ τίμιον καὶ ἄξιον σεβάσματος AB 330.12
de ahí prob. como epít. de Zeus ἄ.· ὁ Ζεὺς παρὰ Κυζικηνοῖς AB 338.26, An.Bachm.1.24.10. • Diccionario Micénico: ti-mi-to-a-ke-e (?).
• Etimología: Forma psilótica de la raíz de ἅζομαι q.u.
-εος, τό
fragmento Hsch., EM 418.2G.
• Etimología: Cf. ἄγνυμι.

French (Bailly abrégé)

1ou ἅγος;
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. ce qui doit être expié;
1 crime contre les dieux, sacrilège, souillure ; ἐν τῷ ἅγει ἐνέχεσθαι HDT encourir les peines dues au sacrilège ; ἄγος φυλάσσεσθαι ESCHL se garder d'une souillure ; ἄγος φεύγειν SOPH fuir une souillure;
2 homme sacrilège, impie ; ἄγος ἐλαύνειν THC chasser ceux qui se sont rendus coupables de sacrilège;
II. expiation ; τοσοῦτον φορβῆς, ὡς ἄγος, μόνον προθείς SOPH ayant déposé un peu de nourriture pour écarter tout sacrilège.
Étymologie: R. Ἀγ, être pur.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγος: ἢ ἅγος [ᾰ], εος, τό, πᾶν ἀντικείμενον θρησκευτικοῦ φόβου ἢ εὐλαβείας, ὅθεν ὡς τὸ Λατ. piaculum. Ι. ὅ,τι χρῄζει καθαρισμοῦ, ἁγνισμοῦ· κατάρα, μίασμα, ἐνοχή· ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι, Ἡρόδ. 6. 56, 1· ἄγος ἐκθύσασθαι, 6. 91· ἄγος ... κεκτήσεται θεῶν, Αἰσχύλ. Θ. 1017· ἄγος αἱμάτων, ὁ αὐτ. Εὐμ. 168· ἄγος φυλάσσεσθαι, ὁ αὐτ. Ἱκ. 375· φεύγειν, Σοφ. Ἀντ. 256· ὅθεν τὸ ἄγος συνέβη τοῖς Συβαρίταις, Ἀριστ. Πολ. 5. 3. 11· ἄγος ἀφοσιώσασθαι, Πλουτ. Καμ. 18. πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 268: ὡσαύτ. ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, πρόσωπονπρᾶγμα ἐπικατάρατον, βδέλυγμα, Σοφ. Ο. Τ. 1426· ἅγος ἐλαύνειν, = ἁγηλατεῖν, Θουκ. 1. 126. 2) ἐξιλέωσις ἐξάγνισις, Σοφ. Ἀντ. 775, Ἀποσπ. 613, πρβλ. Ἑρμαν. Αἰσχύλ. Χο. 149. ΙΙ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, = σέβας, εὐλάβεια, μέγα γάρ τι θεῶν ἄγος ἰσχάνει αὐδήν, Ὁμ. Ὕμ. Δήμ. 479· ὡσαύτως εὑρίσκομεν παρ’ Ἡσυχ. «ἄγεα, τεμένη», καί, «ἀγέεσσι, τεμένεσι», καὶ ἐν Α. Β. 212. 33· «ἄγη, τὰ μυστήρια.» - Πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λέξει. (Ὁ Κούρτ. ζητεῖ νὰ διακρίνῃ τὰς δύο σημασίας ὡς ἀνηκούσας εἰς διαφόρους ῥίζας: (1) √ΑΓ, ἄγος, ἐξάγνισις, θυσία, ὅθεν ἅγιος, ἁγνός, ἅζομαι, πρβλ. Σανσκρ. Yaǵ, yaǵâmi (θυσιάζω, λατρεύω), yaǵus, yaǵñam (θυσία)· καὶ (2) √ΑΓ, ἄγος, ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατάρα, μίασμα, ὅθεν ἀγὴς ἢ ἁγής, ἐναγής, πρβλ. Σανσκρ. âgas (πλημμελήματα).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: pollution, guilt, also expiation (Hdt.), ἄγεα τεμένη H. (Lesbian? Bechtel Dial. 1, 115).
Compounds: ἐν-αγής under a curse, or pollution (Hdt.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly connected with Skt. ágas- n. fault, sin, but the long vowel of Sanskrit is difficult. Explanation as psilotic form of *ἅγος belonging with ἅγιος preferred by Chantraine - Masson, FS Debrunner 85-107; but the psilosis is unexpected (not "so as to distinguish it from ἅγιος").

Middle Liddell

ἅζομαι
I. any matter of religious awe:
1. like Lat. piaculum, that which requires expiation, a curse, pollution, guilt, Hdt., Aesch., etc.
2. the person or thing accursed, an abomination, Soph., Thuc.
3. an expiation, Soph.
II. in good sense, = σέβας, awe, Hhymn.

Frisk Etymology German

ἄγος: {ágos}
Grammar: n.
Meaning: Fluch, Blutschuld, auch Sühne (Hdt., A., Th. u. a.), ἄγεα· τεμένη H. (lesbisch? Bechtel Dial. 1, 115).
Composita: Zusammensetzung ἐναγήςfluchladen, schuldbeladen’ (Hdt., S. u. a.); davon ἐναγίζω mit ἐναγισμός und ἐνάγισμα, ferner die seltenen und späten Adj. ἐνάγιος (nach ἅγιος) und ἐναγικός. Das Oppositum εὐαγής (Parm., S. usw.) schuldlos wurde mit ἅγιος assoziiert, vgl. Εὐhαγης (Styra, Va). Daraus das Simplex ἁγής (Emp. 47; von der Sonne).
Etymology: Unter der Annahme eines Ablautwechsels wird ἄγος allgemein mit aind. ā́gas- n. Unrecht, Sünde verglichen. Diese ansprechende Etymologie schließt die sonst naheliegende Möglichkeit aus, mit den Lexikographen des Altertums (Et. Gud.) ἄγος als psilotische Form von ἅγος mit ἅγιος zu verbinden.
Page 1,14

English (Woodhouse)

defilement, pollution, taint, anything polluted, blood guiltiness, of guilt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μίασμα, ἀνοσιούργημα). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τή λέξη ἅγιος. Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα ἀγιστεύω.

German (Pape)

ion. = ἅγος.