κοινότης
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ητος, ἡ, A sharing in common, community, ἥ τε τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας κοινότης = the community or sharing of women and children and goods Arist.Pol.1274b10; ἡ περὶ τὰ τέκνα κοινότητα καὶ τὰς γυναῖκας ib.1266a34; κοινότης φωνῆς common language, i.e. not peculiar or dialectal, Isoc.15.296, cf. D.H.Th.54, Pomp.2. 2 common quality or universal quality, Pl.Tht.208d, Plot.1.3.4; opp. ἰδιότης, Epicur.Ep. 1p.17U.; κοινότης τοῦ ἵππου A.D.Pron.26.20: pl., common features, Phld. Ir.p.71 W., Mort.34, Plu.Comp.Lyc.Num.1; esp.in Medicine, term of the 'Methodic' school, Gal.1.80, al., cf. Plu.2.129d (pl.). 3 generality, vagueness, τῶν ὁμολογιῶν D.H.2.39, etc.; ambiguity, ὀνόματος Epicur.Nat.14.10, cf.Demetr.Lac.Herc.1014.48, Diog.Oen.27. II in Politics, absence of privileges or absence of distinctions, πολιτείας (sc. δημοκρατίας) ἣ μάλιστα κοινότητα δοκεῖ προῃρῆσθαι And.4.13. 2 affability, X.HG1.1.30; accessibility, λιμένων Aristid.Or.23(42).24, al. III Gramm., use of a common word in two clauses, especially in phrase ἐν κοινότητι παραλαμβάνεσθαι, A.D.Synt.122.27, al. 2 common gender, ib.55.2, al. IV concrete, the general body of a βουλή, POxy.2110.29 (iv A.D.). 2 κοινότης τῶν ἀγρευτῶν, = κοινόν (cf. κοινός 11.2b), Sammelb.6704.4, al. (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1469] ητος, ἡ, Gemeinschaft, Gemeinschaftlichkeit; Andoc. 4, 13; Plat. Theaet. 208 d; περί τι, Arist. pol. 2, 7; – die Allgemeinheit, D. Hal. 2, 39. 4, 23; – κοινότης λόγου, eine rhetorische Figur, Rhett. – Bei den Gramm. das genus commune.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 communauté, participation, usage en commun;
2 caractère général (de qch);
3 en parl. de pers. sociabilité, affabilité.
Étymologie: κοινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινότης -ητος, ἡ [κοινός] gemeenschappelijk bezit:; ἥ τε τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας κοινότης het gemeenschappelijk bezit van vrouwen, kinderen en goederen Aristot. Pol. 1274b10; plur. gemeenschappelijke kenmerken. gemeenschappelijkheid:. ἣ μάλιστα κοινότητα δοκεῖ ᾑρῆσθαι (democratie) die bij uitstek op algemene gelijkheid gebaseerd lijkt te zijn And. 4.13. welwillendheid.
Russian (Dvoretsky)
κοινότης: ητος ἡ
1 общность, общее свойство: ὁ λόγος ὧν ἂν ἡ κοινότης ᾖ Plat. определение тех (вещей), у которых есть общее;
2 общность, общее владение, общественная принадлежность (τῶν παιδίων καὶ τῆς οὐσίας, περὶ τὰ τέκνα Arst.);
3 общеупотребительность: κοινότης φωνῆς Isocr. общеразговорный язык;
4 общеизвестность: αἱ κοινότητες Plut. общие места;
5 общительность или обходительность, доступность (προθυμία καὶ κ. Xen.);
6 грам. общность формы для разных грамматических родов (лат. genus commune).
Greek (Liddell-Scott)
κοινότης: -ητος, ἡ, τὸ μετέχειν ἀπὸ κοινοῦ, κοινότης, Ἀνδοκ. 30. 36, Πλάτ. Θεαίτ. 208D· ἡ τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας κ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12· ἡ περὶ τὰ τέκνα κ. καὶ τὰς γυναῖκας ὁ αὐτ. 2. 7, 1· ― κοινότης φωνῆς, κοινὴ γλῶσσα, δηλ. οὐχὶ ἰδιαιτέρα ἢ διαλεκτική, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 316. πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 2, 8· αἱ κοινότητες, κοιναὶ ἰδιότητες, ὁμοιότητες, Πλουτ. Σύγκρισις Λυκούργ. καὶ Νουμᾶ 1. 2) γενικότης, καθολικότης, ἀοριστία, ἀσάφεια, τῶν ὁμολογιῶν Διον. Ἁλ. 2. 39, κτλ.· αἱ κοινότητες, loci communes, κοινοὶ τόποι, Πλούτ. 2. 129D. ΙΙ. εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30, Ἀριστείδ., κτλ.· πρβλ. κοινὸς IV. 3. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ., κοινὸν γένος. 2) ἴδε κοινὸς VI. 5.
Greek Monotonic
κοινότης: -ητος, ἡ,
I. μοίρασμα από κοινού, κοινότητα, συνεταιρισμός, εταιρεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. καταδεκτικότητα, φιλοφροσύνη, σε Ξεν.
Middle Liddell
κοινότης, ητος,
I. a sharing in common, community, partnership, Plat., etc.
II. affability, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἐπιθ. κοινός ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: κοινῶ (=διαδίνω), κοίνωμα, κοίνωσις, ἀνακοίνωσις, διακοίνωσις, ἀνακοινωθέν, κοινωνός, κοινωνία, κοινωνῶ, κοινώνημα, κοινώνησις, κοινωνητέον, κοινωνικός, ἀκοινώνητος, ἀξιοκοινώνητος, καί σύνθετα: κοινοβούλιον, κοινολογοῦμαι, κοινωφελής, πάγκοινος.