κτίζω
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
Emp.23.6, etc.: fut. κτίσω A.Ch.1060: aor. A ἔκτῐσα Od.11.263, etc.; poet. ἔκτισσα Pi.P.1.62, A.Pers.289 (lyr.), κτίσσα Il.20.216, κτίσα Pi.P.5.89: pf. ἔκτῐκα Lyr.Alex.Adesp.1.8, D.S.7.5, 15.13:— Med., poet.aor. ἐκτίσσατο Pi.O.10(11).25, Fr.1.4 (ἐκτής- codd.):— Pass., fut. κτισθήσομαι Str.Chr.5.38, D.H.1.56: aor. ἐκτίσθην Th.1.12, etc.: pf. ἔκτισμαι Hdt.4.46, Hp.Art.45, E.Fr.360.9:—people a country, build houses and cities in it, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il.l.c.; κτίζω χώρην, νῆσον, Hdt.1.149, 3.49. 2 of a city, found, build, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od.l.c., cf. Hdt.1.167, 168, Th.6.4, PCair.Zen.169 (iii B.C.); ἀποικίαν A.Pr.815:—Pass., to be founded, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν founded by emigrants from Colophon, Hdt.1.16, cf.7.153, 8.62; μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα no fixed cities or walls, Id.4.46; -ομένη πόλις Phld.Rh.2.155 S. 3 κτίζω ἄλσος plant a grove, Pi.P.5.89; βωμόν set up an altar, Id.O.7.42; ἑορτάν, ἀγῶνα, found, establish it, ib.6.69, 10(11).25 (Med.); τὸν Κύρνον… κτίσαι, ἥρων ἐόντα establish his worship, Hdt.1.167; δαῖτάς τινι A.Ch.484 (Pass.); τάφον τινί S.Ant.1101; αἵρεσιν Phld.Rh.1.77 S.; σύνοδον IG22.1343.12 (i B.C.). 4 produce, create, bring into being, γόνῳ τινά A.Supp.172 (lyr.); bring about, τελευτήν ib.140 (lyr.), cf. Ch.441 (lyr.); ὁ τὴν φιλίην ἐκτικώς Lyr.Alex.Adesp. l.c.; of painters, δένδρεα… καὶ ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας Emp.l.c.; ἵπποισι τὸν χαλινὸν κτίσας having invented it, S.OC715 (lyr.). 5 make so and so, ἐλεύθερον κ. τινά A.Ch.1060; ἔνθεον κτίσας φρένα Id.Eu.17, cf. 714; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι E. Supp.620 (lyr.), cf. A.Pers.289 (lyr.). 6 perpetrate a deed, S.Tr. 898. (Cf. Skt. kséti 'reside', kṣitís ( = κτίσις) 'habitation'.)
German (Pape)
[Seite 1519] perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine Stadt gründen; οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν θεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, einrichten, ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεθμὸν ἀέθλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῦτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. κτίλος u. κτίμενος.
French (Bailly abrégé)
f. κτίσω, ao. ἔκτισα, pf. κέκτικα;
Pass. ao. ἐκτίσθην, pf. ἔκτισμαι;
1 bâtir (des maisons, des villes) ; asseoir des constructions : Δαρδανίην IL, χώρην HDT en Dardanie, dans un pays;
2 p. ext. fonder en gén. : κτίζειν πόλιν HDT bâtir une ville ; Θήβης ἕδος OD jeter les fondements de Thèbes ; ἀποικίαν ESCHL fonder une colonie ; τάφον τινί SOPH élever un tombeau à qqn;
3 p. anal. fonder, instituer : ἵπποισιν τὸν χαλινόν SOPH inventer le frein pour les chevaux ; avec un part. : Κύρνον κτίζειν ἥρων ἐόντα HDT instituer le culte de Kyrnos comme héros;
4 p. ext. créer, produire : γόνῳ τινά ESCHL donner le jour à qqn ; ἐλεύθερόν τινα πημάτων ESCHL délivrer qqn de ses souffrances;
5 accomplir, faire en gén.
Étymologie: R. Κτι, skr. Kshi « établir ».
NT: créer
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίζω, aor. ἔκτισα, poët. ook ἔκτισσα, Dor. aor. med. ἐκτισάμᾱν; perf. med.-pass. ἔκτισμαι stichten, bevolken, zich vestigen in (van een gebied):. κτίσσε δὲ Δαρδανίην en hij stichtte Dardanië Il. 20.216; χώρην μὲν ἔτυχον κτίσαντες ἀμείνω Ἰώνων het geval wilde dat ze zich in een beter gebied hadden gevestigd dan de Ioniërs Hdt. 1.149.2; κτίσαντες ἢ κτησάμενοι χώραν door zich te vestigen in het gebied of het zich toe te eigenen Aristot. Pol. 1310b38. stichten (van een stad):; ἔκτισαν πόλιν Ἄβδηρα zij stichtten de stad Abdera Hdt. 1.168, μακρὰν ἀποικίαν κτίσαι een verre kolonie stichten Aeschl. PV 815; pass.: ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς αἰγιαλοῖς τείχεσιν ἐκτίζοντο (de steden) werden met muren op de kust zelf gebouwd Thuc. 1.7.1. instellen (van feesten, rituelen):. τὸν Κύρνον κτίσαι ἥρων ἐόντα de cultus van Cyrnus als held instellen Hdt. 1.167.4. maken, creëren, scheppen:; τὸν αὐτός ποτ’ ἔκτισεν γόνωι die hij zelf ooit verwekt had Aeschl. Suppl. 172; κτίσον δὲ τῷ προκειμένῳ τάφον maak een graf voor degene die hier ligt Soph. Ant. 1101; ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν κτίσας door voor paarden het temmende bit uit te vinden Soph. OC 715; met dubbele acc. maken tot:. ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει hij zal je bevrijden van dit leed Aeschl. Ch. 1060. tot stand brengen, volbrengen;. καὶ ταῦτ’ ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι; en heeft een vrouwenhand het gewaagd dit te volbrengen? Soph. Tr. 898.
Russian (Dvoretsky)
κτίζω: (aor. ἔκτῐσα - эп. κτίσσα, дор. ἔκτισσα, эп. part. pf. κτίμενος с ῐ)
1 заселять, колонизовать (Δαρδανίην Hom.; χώρην, νῆσον Her.);
2 закладывать, основывать, строить (βωμόν Pind.; ἀποικίαν Aesch.; ἄστεα καὶ τείχεα ἐκτισμένα Her.);
3 насаждать (ἄλσος Pind.);
4 устраивать, учреждать (ἑορτήν, ἀγῶνα Pind.): κ. δαῖτάς τινι Aesch. задавать пиры в честь кого-л.; κ. τάφον τινί Soph. предавать погребению кого-л.; Κύρνον κτίσαι ἥρων ἐόντα Her. установить почитание Кирна как героя;
5 изобретать, вводить (τὸν χαλινὸν ἵπποισι Soph.);
6 производить на свет, порождать (παῖδα γόνῳ Aesch.): ὁ κτίσας NT создатель, творец;
7 делать (ἐλεύθερον κ. τινά τινος Aesch.);
8 совершать, исполнять: καὶ ταῦτ᾽ ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι; Soph. и это дерзнула совершить чья-то женская рука?
English (Autenrieth)
aor. ἔκτισα, κτίσσε: settle, found, a city or land.
English (Slater)
κτίζω (aor. κτᾰσεν, ἔκτισσε, ἔκτᾰσαν; κτᾰσῃ; κτᾰσαιεν, κτίσσειεν: aor. med. ἐκτίσσατο, κτισσάσθαν: aor. pass. κτίσθη.)
a found, establish cities, πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (P. 4.7) ἐπεὶ κτίσθη νέον Troy (O. 8.37) altars, sanctuaries, εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ τεθμόν τε μέγιστον (O. 6.69) ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα (O. 7.42) ἀγῶνα δ' Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ ἑξάριθμον ἐκτίσσατο (O. 10.25) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) a line, people, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον (Mommsen: κτισάσθαν, κτησάσθαν, κτησάσθην codd.: sc. Pyrrha and Deukalion) (O. 9.45)
b settle, colonize σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (Hermann: ἐκτήσατο cod.: sc. Αἴγιναν) (I. 9.4) καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) (Pae. 5.39)
Spanish
English (Strong)
probably akin to κτάομαι (through the idea of proprietorship of the manufacturer); to fabricate, i.e. found (form originally): create, Creator, make.
English (Thayer)
1st aorist ἔκτισα; perfect passive ἐκτισμαι; 1st aorist passive ἐκτίσθην; the Sept. chiefly for בָּרָא; properly, to make habitable, to people, a place, region, island (Homer, Herodotus, Thucydides, Diodorus, others); hence to found, a city, colony, state, etc. (Pindar and following; 1Esdr. 4:53). In the Bible, to create: of God creating the world, Prayer of Manasseh, etc., Winer's Grammar, 272 (255)); Josephus, Antiquities 1,1, 1; Philo de decal. § 20)); absolutely, ὁ κτίσας, the creator, Tr WH); equivalent to to form, shape, i. e. (for substance) completely to change, to transform (of the moral or new creation of the soul, as it is called), κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς, in intimate fellowship with Christ constituted to do good works (see ἐπί, B. 2a. ζ.), τούς δύο εἰς ἕνα καινόν ἐνθρωπον, ibid. 15; τόν κτισθέντα κατά Θεόν, formed after God's likeness (see κατά, II:3c. δ.), καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, Psalm 51:12>)).
Greek Monolingual
και χτίζω (AM κτίζω)
1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῦντα κτίζουσι», Θουκ.
δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῖσαν», Ηρόδ.)
2. δημιουργώ από το μηδέν, πλάθω (α. «ο θεός έκτισε τον κόσμο» β. «καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῑκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
1. περικλείω με τοίχο, φράζω («έκτισαν τα βορεινά παράθυρα»)
2. φτιάχνω, κατασκευάζω
3. συναρμόζω δομικά υλικά, για να κατασκευάσω κτήριο, κατασκευάζω οικοδόμημα, οικοδομώ (α. «κτίστηκαν πολλά σπίτια στο χωριό» β. «λαβεῖν ἐξουσίαν τοῦ κτίσαι ναὸν ἐπ' ὀνόματι τῆς ἁγίας Τριάδος», Μηναί.)
4. ανακαινίζω οικοδόμημα, ανοικοδομώ
5. αποκτώ
6. (σχετικά με δρόμο) χαράζω, ακολουθώ
7. αναγορεύω κάποιον
8. φυλακίζω κάποιον
9. φρ. α. «κτίζω στον (ή στην) άμμο» — ματαιοπονώ
β. «κτίζω εις το νερόν» ή «κτίζω στα νέφαλα» — ματαιοπονώ
μσν.-αρχ.
1. ιδρύω, καθιδρύω («πατρί ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.)
2. εκτελώ ένα έργο («καὶ ταῡτ' ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι», Σοφ.)
αρχ.
1. αποικίζω χώρα, εγκαθίσταμαι ως οικήτορας («κτίσσε δέ Δαρδανίην», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με άλσος) φυτεύω
3. (σχετικά με ζωγραφική εικόνα) παριστάνω πρώτος
4. εφευρίσκω, επινοώ
5. φέρω, επιφέρω
6. καθιστώ κάποιον τέτοιον ή τέτοιον («ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει» — θα σέ απελευθερώσει, θα σέ καταστήσει ελεύθερο από αυτά τα πάθη, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτίμενος, που απαντά στον Όμηρο, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (kitimeno «εκχερσώνω, καλλιεργώ»), πρβλ. και αρχ. ινδ. kse-ti «κατοικώ». Ο τ. περι-κτί-ται εμφανίζει επίθημα -tā και συνδέεται με το αρχ. ινδικό pari-ksit- «αυτός που κατοικεί τριγύρω». Το ίδιο επίθημα βρίσκουμε και στο εὔ-κτιτος, καθώς και στο αβεστ. ana-sita «ακατοίκητος». Ο τ. κτίσις μπορεί να δημιουργήθηκε στην Ελληνική, αν και υπάρχει παράλληλο θέμα στο ινδοϊρανικό και αρχ. ινδ. ksiti- και στο αβεστ. šiti- «κατοικία, διαμονή». Η λ. συνδέεται επίσης με τους τ. κτίλος και κτῶμαι.
ΠΑΡ. κτίσις, κτίσμα, κτίστης, κτιστός
αρχ.
κτισμός, κτιστήρ, κτιστύς, κτίστωρ, κτίτερ, κτίτης
μσν.
κτιστῆριν
μσν.- νεοελλ.
κτίσιμο, κτίτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιανακτίζω, ανακτίζω, εγκτίζω, εξανακτίζω, επικτίζω, μετακτίζω, παιδοκτίζω, προσκτίζω, συγκτίζω
νεοελλ.
επανακτίζω, κακοκτίζω, καλοκτίζω, μισοκτίζω, ξανακτίζω].
Greek Monotonic
κτίζω: μέλ. -ίσω, αόρ. αʹ ἔκτῐσα, Επικ. επίσης ἔκτισσα, κτίσσα — Μέσ., ποιητ. γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐκτίσσαντο — Παθ., αόρ. αʹ ἐκτίσθην, παρακ. ἔκτισμαι·
1. επανδρώνω μια χώρα, χτίζω σπίτια και πόλεις, εποικίζω αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., ιδρύομαι, θεμελιώνομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, έχοντας ιδρυθεί από μετανάστες που ήρθαν από την Κολοφώνα, σε Ηρόδ.
3. κτ. ἄλσος, φυτεύω αλσύλιο, σε Πίνδ.· κτ. βωμόν, στήνω βωμό, στον ίδ.· τὸν Κύρνον κτίσαι, εγκαθιδρύω τη λατρεία του, σε Ηρόδ.
4. δημιουργώ, επιφέρω, προκαλώ, προξενώ, σε Αισχύλ.· τὸν χαλινὸν κτίσας, έχοντας εφεύρει αυτόν, σε Σοφ.
5. καθιστώ ως τέτοιον, ἐλεύθερον κτ. τινά, σε Αισχύλ. κ.λπ.
6. διαπράττω, εκτελώ κατόρθωμα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κτίζω: μέλλ. -ίσω, Αἰσχύλ. Χο. 1060: ἀόρ. ἔκτῐσα, Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. ὡσαύτως ἔκτισσα, κτίσσα Ἰλ., Πίνδ.· πρκμ. κέκτῐκα Διοδ. Ἀποσπ. 7. 3 Bekk., ἀλλά, ἔκτικα ὁ αὐτ. 15. 13 ― Μέσ., ποιητ. ἀόρ. ἐκτίσσαντο Πινδ. Ο. 11 (10). 31, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. ― Παθ., μέλλ. κτισθήσομαι Χρηστομ. Στράβ. 4. 483 Κραμῆρ., Διον. Ἁλ. 1. 56· ἀόρ. ἐκτίσθην Θουκ., κτλ. ·πρκμ. ἔκτισμαι Ἡρόδ. 4. 46, Ἱππ. 810C, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 9. (Ἐκ τῆς √ΚΤΙ, πρβλ. ἀμφί-κτίονες, περικτίονες, εὐκτίμενος· ὡσαύτως Σανσκρ. kshi, kshi-yâmi (habito), kshi-tis (habitatio)· ἴσως τὸ κτάομαι εἶναι συγγενές, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 78). Συνοικίζω χώραν, οἰκοδομῶ οἰκίας καὶ πόλεις ἐν αὐτῇ, ἐγκαθίστημι οἰκήτορας, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Ἰλ. Υ. 216· κτ. χώρην, νῆσον Ἡρόδ. 1. 149., 3. 49, πρβλ. Θουκ. 1. 7. 2) ἐπὶ πόλεως, ὡς καὶ νῦν, κτίζω, ἱδρύω, θεμελιώνω, οἰκοδομῶ, ἀνεγείρω, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Ὀδ. Λ. 263, Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 6. 4· ἀποικίαν Αἰσχύλ. Πρ. 815. ― Παθ., ἱδρύομαι, κτίζομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, ἱδρυθεῖσαν ὑπὸ μετοίκων ἐκ Κολοφῶνος, Ἡρόδ. 1. 16, πρβλ. 7. 153., 8. 62· μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα ὁ αὐτ. 4. 46. 3) κτ. ἄλσος, φυτεύειν ἄλσος, Πινδ. Π. 5. 120· κτ. βωμόν, ἱδρύειν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 74· κτ. ἑορτήν, ἀγῶνα, ἱδρύω, αὐτόθι 116., 10 (11). 32 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ)· τὸν Κύρνον... κτίσαι ἥρωα ἐόντα, πιθ., ἵδρυσε, καθιέρωσε τὴν λατρείαν αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 167· κτ. δαῖτάς τινι Αἰσχύλ. Χο. 484· τάφον τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1101. 4) παράγω, δημιουργῶ, φέρω εἰς ὕπαρξιν, κτ. γόνῳ τινὰ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 171· φέρω, ἐπιφέρω, τελευτὴν αὐτόθι 140, πρβλ. Χο. 441· ἐπὶ ζωγραφίας, πρῶτος παριστάνω, Ἐμπεδ. 139· ἵπποισι τόν... χαλινὸν κτίσας, ἐφευρών, Σοφ. Ο. Κ. 715. 5) κάμνω τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ἐλεύθερον κτ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 1060· ἔνθεον φρένα κτίσας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 17, πρβλ. 714· ποτανὰν εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι Εὐρ. Ἱκέτ. 621· ἴδε Blomf. Pers. 294 (289). 6) ἐκτελῶ ἔργον τι, Σοφ. Τρ. 898.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: found, lay out, build, create (Emp.).
Other forms: aor. κτίσ(σ)αι (Il.), pass. κτισθῆναι (IA.), fut. κτίσω (A.), perf. midd. ἔκτισμαι (Hdt.), act. ἔκτικα (hell.; on the reduplication Schwyzer 649).
Dialectal forms: Myc. (meta-)kitita /meta-ktitas/, koto(i)na) /ktoina/.
Compounds: Also with prefix, e.g. συν-, ἐπι-, ἀνα-.
Derivatives: κτίσις f. foundation, creation (Pi., IA.; cf. below), κτιστύς f. foundation (Hdt. 9, 97; on the meaning Benveniste Noms d'agent 72), κτίσμα foundation, colony, building (hell.), κτισμός foundation (Asia Minor., Empire); - κτίστωρ founder (Pi., E.), κτιστήρ id. (Corinth, IVa), f. κτίστρια (Asia Minor, Empire), κτίστης founder, builder (Arist.) with κτίστιον (-εῖον) temple of a founder (pap. IVp), older συγκτίστης co-founder (Hdt. 5, 46); κτιστός laid out, founded (h. Ap. 299, pap.; Zumbach Neuerungen 26); n. κτιστόν building (pap.). - Further several formations, with the intransitive meaning live, abide and thus outside the system: ἐυ κτίμενος where you can live well (Hom.); περι-κτί-ονες pl. those living around, neighbours (Il.), ἀμφι-κτί-ονες id. (Pi.), also as PN (Att. inscr. Va), besides -κτύονες (Hdt., inscr. IVa) with unclear υ (cf. Hoffmann Dial. 3, 290); περι-κτί-ται pl. id. (λ 288), after it as simplex κτί-ται id. (E. Or. 1621), κτίτης = κτίστης (Delph. IIa); ἐΰ-κτι-τος = ἐυ κτίμενος (Β 592), ὀρεί-κτι-τος living in the mountains (Pi.); but e.g. θεό-κτι-τος founded by the gods (Sol.); details in Fraenkel Nom. ag. 1, 44; there (and 1, 179 f.) also on κτίστωρ. - On itself stands with diff. ablaut Rhod. κτοίνα (also πτοίνα with unexplained πτ-) name of an admin. region in Rhodos (Myc. koto(i)na) with κτοινᾶται, -έται (s. Fraenkel 1,207; 2, 126).
Origin: IE [Indo-European] [626] *tkei- settle, found
Etymology: With περι-κτί-ται agrees but for the lengthening ā-stem Skt. pari-kṣí-t-'living round about', with (ἐΰ)-κτιτος Av. (ana)-šita- uninhabited. Besides stands the athemat. root-present Skt. kṣé-ti, pl. kṣi-y-ánti (= Myc. ki-ti-je-si [trans.]) - Av. šaēiti, šyeinti live. An agreeing athematic ptc. is κτί-μενος. The transitive-causative meaning make as living, found, which is a Greek innovation, started from the aorist κτίσ(σ)αι, which arose beside an intransitive root-aorist (still preserved in κτί-μενος), like ἔ-στη-σα to ἔ-στη-ν (s. ἵστημι). To κτίσ(σ)αι arose κτίζω, and to these the other forms (Schwyzer 674 a. 716, Wackernagel Unt. 77). κτί-σις too has an exact parallel in Skt. kṣi-tí-, Av. ši-ti- living (place), but the deviant meaning makes it as innovation to κτίζω suspect (cf. Holt Les noms d'action en -σις 95 n. 5). With κτοίνα agrees, except for the i-stem, Arm. šēn, gen. šini inhabited (place). - Cf. Bq and Pok. 626. As with κτείνω we now assume *tkei-. Cf. κτίλος.
Middle Liddell
1. to people a country, build houses and cities in it, colonise, Il., Hdt., etc.
2. of a city, to found, plant, build, Od., Hdt., etc.:—Pass. to be founded, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν founded by emigrants from Colophon, Hdt.
3. κτ. ἄλσος to plant a grove, Pind.; κτ. βωμόν to set up an altar, Pind.; τὸν Κύρνον κτίσαι to establish his worship, Hdt.
4. to create, bring into being, bring about, Aesch.; τὸν χαλινὸν κτίσας having invented it, Soph.
5. to make so and so, ἐλεύθερον κτ. τινά Aesch., etc.
6. to perpetrate a deed, Soph.
Frisk Etymology German
κτίζω: (Emp. usw.),
{ktízō}
Forms: Aor. κτίσ(σ)αι (seit Il.), Pass. κτισθῆναι (ion. -att.), Fut. κτίσω (A.), Perf. Med. ἔκτισμαι (Hdt. usw.), Akt. ἔκτικα (hell. u. sp.; zur Reduplikation Schwyzer 649),
Grammar: v.
Meaning: gründen, anlegen, anbauen, schaffen.
Composita: auch mit Präfix, z.B. συν-, ἐπι-, ἀνα-,
Derivative: Davon zahlreiche Nomina: κτίσις f. Gründung, Schöpfung, Geschöpf (Pi., ion. att.; vgl. unten), κτιστύς f. Gründung (Hdt. 9, 97; zur Bed. Benveniste Noms d'agent 72), κτίσμα Gründung, Kolonie, Gebäude (hell. u. sp.), κτισμός Gründung (Kleinas., Kaiserzeit); — κτίστωρ Gründer (Pi., E. u. a.), κτιστήρ ib. (Korinth, IVa), f. κτίστρια (Kleinas., Kaiserzeit), κτίστης Gründer, Stifter, Baumeister (Arist. usw.) mit κτίστιον (-εῖον) Tempel eines Gründers (Pap. IVp), älter συγκτίστης Mitbegründer (Hdt. 5, 46); κτιστός angelegt, gegründet (h. Ap. 299, Pap.; Zumbach Neuerungen 26); n. κτιστόν Bauwerk (Pap.). — Hinzu kommen mehrere Bildungen, die von einer intransitiven Bedeutung wohnen, weilen ausgehen und schon dadurch außerhalb des lebendigen Systems stehen: ἐῢ κτίμενος wo sichs gut wohnt’ (Hom.); περικτίονες pl. Herumwohner, Nachbarn (ep. poet. seit Il.), ἀμφικτίονες ib. (Pi.), auch als EN (att. Inschr. Va), daneben -κτύονες (Hdt., Inschr. IVa) mit unklarem υ (vgl. Hoffmann Dial. 3, 290); περικτίται pl. ib. (λ 288), danach als Simplex κτίται ib. (E. Or. 1621), κτίτης = κτίστης (Delph. IIa), myk. (me-ta-)ki-ti-ta; ἐΰ-κτιτος = ἐῢ κτίμενος (Β 592 u. a.), ὀρείκτιτος in den Bergen wohnend (Pi.); aber z.B. θεόκτιτος von Göttern begründet (Sol.) mit Anschluß an κτίζω; Einzelheiten bei Fraenkel Nom. ag. 1, 44; daselbst (und 1, 179 f.) auch über κτίστωρ u. a. —Für sich steht mit abweichendem Ablaut rhod. κτοίνα (auch πτοίνα mit unerklärtem πτ-) Ben. eines amtlichen Bezirkes auf Rhodos (myk. ko-to-(i)-na) mit κτοινᾶται, -έται (vgl. Fraenkel 1,207; 2, 126).
Etymology: Zu περικτίται stimmt bis auf den erweiternden ā-Stamm aind. pari-kṣí-t-’rings umher wohnend', zu (ἐΰ)-κτιτος aw. (ana)-šita- unbewohnt. Daneben steht das athemat. Wz.-präsens aind. kṣé-ti, pl. kṣi-y-ánti (= myk. ki-ti-je-si [trans.]?) — aw. šaēiti, šyeinti wohnen. Ein entsprechendes athematisches Ptz. ist κτίμενος. Die transitivkausative Bed. zur Wohnung machen, gründen, die eine griechische Neuerung darstellt, ist von dem Aorist κτίσ(σ)αι ausgegangen, der an die Seite eines intransitiven Wz.aoristes (noch in κτίμενος bewahrt?) trat wie ἔστησα zu ἔστην (s. ἵστημι). An κτίσ(σ)αι schloß sich κτίζω, wozu die übrigen Formen (Schwyzer 674 u. 716, Wackernagel Unt. 77). Auch κτίσις hat ein genaues Gegenstück in aind. kṣi-tí-, aw. ši-ti- Wohnplatz, aber die abweichende Bedeutung macht es als Neubildung zu κτίζω stark verdächtig (vgl. Holt Les noms d'action en -σις 95 A. 5). Mit κτοίνα deckt sich endlich, vom i-Stamm abgesehen, arm. šēn, Gen. šini ‘bewohnt(er Platz)’. — Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 504 (Pok. 626). Vgl. κτίλος.
Page 2,34-35
Chinese
原文音譯:kt⋯zw 克提索
詞類次數:動詞(14)
原文字根:創造 相當於: (עָשָׂה)
字義溯源:創造,模造,造,造成,創造成,成形,建立;或出自(κτάομαι)=得到*)。這字是專一說到神創造的運作。神創造天,地,和其中的萬有,我們也是他手中的工作。參讀 (ἑτοιμάζω)同義字
同源字:1) (κτίζω)創造 2) (κτίσις)原始的構成 3) (κτίσμα)受造之物 4) (κτίστης)創造者
出現次數:總共(15);太(1);可(1);羅(1);林前(1);弗(4);西(3);提前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 創造(4) 弗2:15; 弗3:9; 西3:10; 啓10:6;
2) 造的(3) 林前11:9; 西1:16; 西1:16;
3) 所造(1) 提前4:3;
4) 創造了(1) 啓4:11;
5) 被創造的(1) 啓4:11;
6) 所創造的(1) 弗4:24;
7) 創造成的(1) 弗2:10;
8) 造成(1) 可13:19;
9) 創造者(1) 羅1:25;
10) 創造的(1) 太19:4
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα κτι-. Θέμα κτίδ+j+ω → κτίζω.
Παράγωγα: κτίσις, κτίσμα, κτίστης (=ἱδρυτής), κτιστός, ἄκτιστος, νεόκτιστος, κτίστωρ, κτίτης, εὐκτίμενος, ἀμφικτίονες, περικτίονες, αὐτόκτιτος, κτίλος (=ἥμερος).
Léxico de magia
crear como acción de la divinidad c. ac. ἐπάκουσόν μου, ὁ κτίσας δεκανοὺς κραταιοὺς καὶ ἀρχαγγέλους escúchame, tú que creaste a los poderosos decanos y a los arcángeles P I 207 P IV 1202 P VII 262 ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας ζῶν θεός, ... ὁ πᾶσαν ψυχὴν καὶ γένεσιν κτίσας te lo ordena el gran dios vivo, el que creó toda alma y linaje P IV 1040 τῷ φωτὶ τῷ ἐνθέῳ κτίζων τὸν κόσμον tú que creaste el cosmos con la luz divina P XIII 145 P XIII 450 P IV 3098 κύριος αἰῶνος, ὁ πάντα κτίσας, θεὸς μόνος, ἄφθεγκτος señor de la eternidad, el que creó todas las cosas, dios único, inefable P XIII 987 P III 395 P III 554 P IV 1710 ἐπικαλοῦμαί σε τὸν πάντων μείζονα, τὸν πάντα κτίσαντα, σὲ τὸν α<ὐ>τογέννετον te invoco a ti, que eres superior a todos, el que todo lo ha creado, a ti, el autoengendrado P XIII 63 P XIII 571 ref. al Acéfalo σὲ καλῶ τὸν ἀκέφαλον, τὸν κτίσαντα γῆν καὶ οὐρανόν a ti te invoco, el acéfalo, el que creó tierra y cielo P V 98 P V 99 P V 100 abs. κλῦθί μοι, ὁ κτίζων καὶ ἐρημῶν καὶ γενάμενος ἰσχυρὸς θεός escúchame tú, el que crea y destruye y se ha revelado como un dios poderoso P XXXVI 105