ἀγνόημα
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
τό,
A fault of ignorance, oversight, ψυχῆς Gorg.Hel. 19, ἀγνόημα ἕτερον προσαγνοεῖν Thphr.HP9.4.8, cf. D.S.1.1, Hipparch. 1.3.11, LXX To.3.3, Ep.Heb.9.7; in plural, opp. ἁμαρτήματα, PTeb.5.3 (ii B. C.).
II ignorance, περί τινος Str.7.2.4.
III object of ἄγνοια, Dam.Pr.7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1error, falta cometida por ignorancia ψυχῆς Gorg.B 11.19
•esp. de errores científicos, políticos μεῖζον ἕτερον ἀ. προσηγνόουν Thphr.HP 9.4.8, cf. Hipparch.1.3.11, D.S.1.1, ὅτι ὅλον τὸ ἀ. ἐστι περὶ τὸν μῦθον D.Chr.60.2, cf. LXX Ge.43.12
•falta por ignorancia, yerro frec. falta leve ἁμαρτίαι καὶ ἀγνοήματα LXX To.3.3, τοῦ λαοῦ Ep.Hebr.9.7.
2 infracción involuntaria ἀφιᾶσι τοὺς ὑπὸ τὴν βασιλήαν πάντας ἀγνοημάτων ἁμαρτημάτων amnistían a todos los sujetos del reino de sus infracciones involuntarias o intencionadas, COrd.Ptol.53bis.3 (II a.C.), cf. ID 1518.2 (II a.C.), LXX 1Ma.13.39.
II 1ignorancia οὐκ οἶδ' ὅ τι λέγω ... τό τ' ἀγνόημα τοῦτ' ἔχει μοι κατὰ τρόπον no sé qué decir ... y esta ignorancia es para mí apropiada Men.(?) en PKöln 203.B.14, c. περί y gen., Str.7.2.4.
2 objeto de la ignorancia Dam.Pr.7.
German (Pape)
[Seite 17] τό, Irrthum, Versehen, Theophr., Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ignorance;
2 faute par ignorance, erreur.
Étymologie: ἀγνοέω.
NT: péché commis par ignorance
Russian (Dvoretsky)
ἀγνόημα: ατος τό неведение, заблуждение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνόημα: τό, σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, παραδρομή, ἁμάρτημα, ἀγνόημα ἕτερον προσαγνοεῖν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9.4, 8. πρβλ. Ἑβδ. καὶ Κ. Δ.
English (Abbott-Smith)
† ἀγνόημα, -τός, τό (< ἀγνοέω), [in LXX: Ge 43:12 (מִשְׁגֶּה), To 3:3, Jth 5:20, Si 23:2 51:19, I Mac 13:39 *;]
a sin of ignorance (so in π.; v. MM, VGT, s.v.): He 9:7. †
English (Strong)
from ἀγνοέω; a thing ignored, i.e. shortcoming: error.
English (Thayer)
(τος τό, a sin (strictly, that committed through ignorance or thoughtlessness (A. V. error)): ἀγνοέω, c. (and Trench, § lxvi.).
Greek Monotonic
ἀγνόημα: τό (ἀγνοέω), σφάλμα από άγνοια, από λάθος, παραδρομή, παράβλεψη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἀγνοέω
a fault of ignorance, error, NTest.
Chinese
原文音譯:¢gnÒhma 阿格-挪誒馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-知道(果效)
字義溯源:被忽視的事,過失,忽視的罪,過錯;源自(ἀγνοέω)=不知道);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。這字僅在( 來9:7)用過一次,說到大祭司帶著血為自己和百姓的過錯獻上。
同義字:1) (ἀγνόημα)被忽視的事 2) (ἀδίκημα)惡行 3) (ἀδικία)不公義 4) (ἁμάρτημα)罪 5) (ἁμαρτία)罪惡 6) (ἀνομία)不法 7) (παράβασις)違犯 8) (παρανομία)犯罪 9) (παράπτωμα)過犯 10) (πονηρία)邪惡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 過錯(1) 來9:7