νεόκμητος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, (κάμνω) A newly wrought, Nic.Th.498. II just slain, v.l. for νεόδμητος, E.Rh.887 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 242] neu, frisch gearbeitet, gemacht, Nic. Ther. 498. S. auch νεόδμητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 récemment travaillé ; récent;
2 qui vient d'être tué.
Étymologie: νέος, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
νεόκμητος: Eur. = νεόδμητος I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, Νικ. Θηρ. 489. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, σφαγείς, Εὐρ. Ρῆσ. 887.
Greek Monolingual
νεόκμητος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ-κμητος].
Greek Monotonic
νεόκμητος: -ον (κάμνω), αυτός που πρόσφατα έγινε αντικείμενο επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε πριν λίγο, σε Ευρ.