διείρομαι

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρομαι Medium diacritics: διείρομαι Low diacritics: διείρομαι Capitals: ΔΙΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: dieíromai Transliteration B: dieiromai Transliteration C: dieiromai Beta Code: diei/romai

English (LSJ)

A v. διέρομαι.

Spanish (DGE)

v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.

English (Autenrieth)

inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.

Greek Monotonic

διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διείρομαι:
I med.-pass. к διείρω.
II и διέρομαι расспрашивать (τινά τι Hom.).

Middle Liddell

aor2 inf. δι-ερέσθαι
to question closely, Hom., Plat.