ὀνικός

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνῐκός Medium diacritics: ὀνικός Low diacritics: ονικός Capitals: ΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: onikós Transliteration B: onikos Transliteration C: onikos Beta Code: o)niko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for an ass: μύλος ὀ., v. μύλος; ὀ. κτήνη, i. e. asses, PGen.23.4 (i A. D.), BGU912.24 (i A. D.); γόμος ὀ. OGI 629.30 (Palmyra, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 347] zum Esel gehörig, N. T. u. a. Sp., eselhaft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'âne ; ὀνικὸς μύλος, meule à âne, pierre meulière.
Étymologie: ὄνος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνικός: ослиный: μύλος ὀ. NT мельничный камень, жернов (ср. ὄνος 5).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄνον, ὀνικὸς μύλος, ἴδε ἐν λέξ. ὄνος VII. 2.

English (Strong)

from ὄνος; belonging to a ass, i.e. large (so as to be turned by a ass): millstone.

English (Thayer)

ὀνικη, ὀνικον (ὄνος), of or for an ass: μύλος ὀνικός i. e. turned by an ass (see μύλος, 1), L T Tr WH; Matthew 18:6. Not found elsewhere.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀνικός, -ή, -όν)όνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο
2. φρ. «ονικά κτήνη» — οι όνοι
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικά
οι όνοι.

Greek Monotonic

ὀνῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς μύλος, βλ. ὄνος II. 2.

Middle Liddell

ὀνῐκός, ή, όν
of or for an ass: ὀνικὸς μύλος, v. ὄνος III. 2.

Chinese

原文音譯:ÑnikÒj 哦你可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:驢(的)
字義溯源:(由驢牽轉的)磨石,大(磨石);源自(ὄνος)*=驢)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 大(1) 太18:6