δυσπετῶς
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
French (Bailly abrégé)
adv.
difficilement.
Étymologie: δυσπετής.
Russian (Dvoretsky)
δυσπετῶς: ион. δυσπετέως с трудом, тяжело (φέρειν τοὺς ἄθλους Aesch.; κτᾶσθαί τι Her.).
English (Woodhouse)
(see also: δυσπετής) with difficulty