τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(σκοπός): look-out place on a rock or mountain; watch, ἔχειν, Od. 8.302.
ion. c. σκοπιά.
σκοπιή Ion. en ep. zie σκοπιά.
σκοπιή: ἡ эп.-ион. = σκοπιά.