συσκεδάννυμι
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.
French (Bailly abrégé)
dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκεδάννῡμι [σύν, σκεδάννυμι] geheel verstrooien. Aristoph. Ran. 903.
Russian (Dvoretsky)
συσκεδάννῡμι: досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.).
Greek Monolingual
Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].
Greek Monotonic
συσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.