ἐξιθύνω

From LSJ
Revision as of 12:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑθύνω Medium diacritics: ἐξιθύνω Low diacritics: εξιθύνω Capitals: ΕΞΙΘΥΝΩ
Transliteration A: exithýnō Transliteration B: exithynō Transliteration C: eksithyno Beta Code: e)ciqu/nw

English (LSJ)

A make straight, στάθμη δόρυ νήϊον Il.15.410; εἰ ἱκανῶς ἐξίθυνται Hp.Fract.3, cf. Art.42. 2 direct aright, πηδάλιον A.R.1.562.

German (Pape)

[Seite 882] ganz gerade machen, στάθμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.

French (Bailly abrégé)

redresser, rendre tout à fait droit.
Étymologie: ἐξ, ἰθύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῑθύνω: выпрямлять, делать прямым, выравнивать (δόρυ νήϊον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑθύνω: ποιῶ τι ἴσον, στάθμῃ δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· εἰ ἱκανῶς, ἐξίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 752, πρβλ. π. Ἄρθρ. 808. 2) διευθύνω, τεχνηέντως πηδάλι’ ἀμφιέπεσκ’, ὄφρ’ ἔμπεδον ἐξιθύνοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 562.

Greek Monolingual

ἐξιθύνω (Α)
1. ισιώνω
2. διευθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιθύνω (< ιθύς, παράλλ. τ. του ευθύς)].

Greek Monotonic

ἐξῑθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to make straight, Il.