κληρονόμημα

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονόμημα Medium diacritics: κληρονόμημα Low diacritics: κληρονόμημα Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: klēronómēma Transliteration B: klēronomēma Transliteration C: klironomima Beta Code: klhrono/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, inheritance, Luc.Tyr.6.

German (Pape)

[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.

Russian (Dvoretsky)

κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.

Greek Monolingual

το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.

Greek Monotonic

κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.

Middle Liddell

κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω