νηματώδης

From LSJ
Revision as of 14:09, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτώδης Medium diacritics: νηματώδης Low diacritics: νηματώδης Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nēmatṓdēs Transliteration B: nēmatōdēs Transliteration C: nimatodis Beta Code: nhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

German (Pape)

wie Gespinnst, Plut. Def. orac. 43.

Russian (Dvoretsky)

νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.